Πριν από μερικές μέρες η ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας έστειλε επιστολές, τόσο στο υπουργείο Οικονομικών όσο και στην Τράπεζα της Ελλάδος, με αντικείμενο τα funds και τους servicers και τις πρακτικές που ακολουθούν έναντι των δανειοληπτών των λεγόμενων «κόκκινων δανείων».
Υπενθυμίζεται ότι τα funds είναι απρόσωπες επιχειρήσεις που διατηρούν έδρα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (κατά προτίμηση Ιρλανδία, Βέλγιο, Μάλτα κλπ.) και οι οποίες έχουν αναθέσει σε εταιρείες τη διαχείριση των κόκκινων δανείων που έχουν αγοράσει από τις ελληνικές τράπεζες. Οι εν λόγω εταιρείες λειτουργούν στην Ελλάδα και διέπονται από τους κανόνες της ελληνικής νομοθεσίας.

Το θέμα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες και όπως φαίνεται η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από τις θριαμβευτικές ιαχές των κυβερνώντων ότι επί των ημερών τους λύθηκε το πρόβλημα. Αντιθέτως, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει και απλώς είναι αρκετός κόσμος ο οποίος «αγοράζει χρόνο», πραγματοποιώντας συμφωνίες με τους servicers και τα funds, που στην πλειονότητά τους θα καταπέσουν στο μέλλον.
Οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων ζητούν από τον υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, «άμεση παρέμβαση» για την ενίσχυση της προστασίας των ευάλωτων δανειοληπτών και την εφαρμογή αυστηρών κυρώσεων κατά των παραβατικών εταιρειών. Στην επιστολή επισημαίνεται το γεγονός ότι οι πλειστηριασμοί ακινήτων, ακόμα και πρώτης κατοικίας, έχουν γίνει πλέον καθημερινό φαινόμενο, ενώ οι καταχρηστικές πρακτικές των funds συνεχίζονται αμείωτες, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο τα δικαιώματα των πολιτών.
Κληρονόμησε το χρέος
Ο Γιώργος κληρονόμησε ένα χρέος από τον πατέρα του, από ένα δάνειο που αγνοούσε την ύπαρξή του. Επί 20 χρόνια ουδείς τον είχε ενοχλήσει από την τράπεζα, έως τη στιγμή που του ήρθε με δικαστικό κλητήρα μια διαταγή πληρωμής για το πατρικό του σπίτι που πλέον είχε επέλθει στην κατοχή του.
«Το χαρτί το ανακάλυψε εντελώς τυχαία ένας ξάδελφός μου που έτυχε να περνάει από το σπίτι στο χωριό. Είχαν πετάξει τον φάκελο στην αυλή!», λέει στο in.
Φανταστείτε την έκπληξη και το σοκ που βίωσα όταν αφενός ανακάλυψα το συγκεκριμένο χρέος, αφετέρου τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτό. Το σπίτι από τότε που πέθαναν οι γονείς μου το επισκέπτομαι μόνο τα καλοκαίρια. Οι λογαριασμοί είχα κανονίσει κι έρχονταν στην Αθήνα. Όλα αυτά τα χρόνια ουδέποτε είχα λάβει ειδοποίηση από την Εθνική Τράπεζα γι’ αυτή την κάρτα και δεν είδα ιδέα για το χρέος».
Αμέσως μετά αρχίζει ο Οδύσσεια του Γιώργου. «Επικοινώνησα με τον δικηγόρο μου για να χειριστεί το θέμα. Η διαταγή πληρωμής έγινε από fund που προφανώς είχε αγοράσει το χρέος. Προσέξτε τώρα. Μιλάμε για ένα αρχικό χρέος της τάξης των 1.680 ευρώ για το οποίο 20 χρόνια μετά το fund ζητούσε 22.000 ευρώ! Το διανοείστε;».
Ο δικηγόρος του Γιώργου επιχείρησε να διαπραγματευτεί με το fund ένα κούρεμα του χρέους και να επέλθει μια συμβιβαστική λύση. Η πρόταση του fund ωστόσο ήταν αποκαρδιωτική. Η έκπτωση που έκανε ήταν μόλις 2.000 ευρώ, ζητώντας 20.000 ευρώ συνολικά. Ο Γιώργος πεισμένος ότι το κράτος λειτουργεί δίκαια και φροντίζει για τα δικαιώματα των πολιτών του προσέφυγε στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Φευ. Τo fund αρνήθηκε να προσέλθει στη διαδικασία.
Ο μύθος του εξωδικαστικού
Εδώ λοιπόν υπάρχει ένας συγκεκριμένος μύθος αναφορικά με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, που τόσο πολύ έχει διαφημίσει η κυβέρνηση ως τη «σίγουρη λύση» για τη διευθέτηση ενός δανείου μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή. Ενώ σε ό,τι αφορά στις οφειλές στο δημόσιο, οι υπηρεσίες είναι υποχρεωμένες να προσέλθουν στον εξωδικαστικό για την εξεύρευση λύσης, δεν ισχύει το ίδιο και για τα funds. Είναι δηλαδή στη διακριτική ευχέρεια του fund αν θα δεχθεί τη διαπραγμάτευση.

«Αν έχω καταλάβει κάτι καλά απ’ την ιστορία αυτή είναι ότι για να αντιμετωπίσεις τα funds χρειάζεται υπομονή και χρήματα. Εμείς τους στείλαμε 4 εξώδικα προκειμένου να μας ενημερώσουν από που προκύπτει το σύνολο του χρέους, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισαν να επιδώσουν τη διαταγή πληρωμής. Δεν απαντούσαν καν και στείλαμε εξώδικα και δεύτερη φορά. Αντιλαμβάνεστε ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτά τα funds λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα και με τη στάση τους αποδεικνύουν πως το ζήτημά τους δεν είναι να επέλθει μια συμφωνία και να πάρουν χρήματα, αλλά να κυνηγήσουν όποιον έχει ένα ακίνητο που κάπως αξίζει στην αγορά», λέει ο Γιώργος στο in και προσθέτει:
«Προσωπικά έδωσα κοντά στα τρία χιλιάρικα για να μπω στον εξωδικαστικό, να στείλω τα εξώδικα, να κινήσω τις διαδικασίες για να μπει μια τάξη σε αυτή την παράνοια. Αναρωτιέμαι, εγώ που είμαι μισθωτός όπως και η σύντροφός μου έτυχε να έχουμε αυτά τα χρήματα. Τί γίνεται με τους ανθρώπους που είναι πραγματικά ευάλωτοι και χωρίς την οικονομική δυνατότητα να κινήσουν αυτές τις διαδικασίες;».
«Τα funds πολλές φορές δεν συνεργάζονται»
Η περίπτωση του Γιώργου δεν είναι η μοναδική. «Υπάρχουν άπειρες περιπτώσεις που τα funds δεν συνεργάζονται παρά την καλή θέληση του δανειολήπτη και τη διάθεσή του να υπογράψει μια βιώσιμη συμφωνία και να ξεχρεώσει το χρέος», αναφέρει στο in ο δικηγόρος Ζαννής Σιδέρης από τον Σύλλογο Προστασίας Υπερχρεωμένων Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων.
Ο σύλλογος λειτουργεί με μια μικρή ετήσια συνδρομή από τα μέλη του, παρέχοντας ως αντίτιμο δωρεάν νομικές συμβουλές σε ζητήματα κόκκινων δανείων. «Η κατάσταση έχει ξεφύγει με τους πλειστηριασμούς», λέει ο κ. Σιδέρης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι με την εμπειρία του έρχεται να καταρρίψει τον μύθο των «μπαταχτσήδων» δανειοληπτών.
O δικηγόρος κ. Ζαννής Σιδέρης
«Το 80 με 85% των περιπτώσεων επιθυμούν να βρουν λύση και να πληρώσουν τα χρέη τους», λέει στο in. «Οι περισσότεροι είναι νοικοκύρηδες άνθρωποι, επιχειρηματίες, μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες που βρέθηκαν σε μια απίστευτη δίνη την περίοδο των Μνημονίων. Το γεγονός ότι έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε δεν σημαίνει ότι τις συνέπειες δεν τις βιώνει ο κόσμος ακόμα στο πετσί του. Μιλάμε γι’ ανθρώπους που πριν την κρίση πλήρωναν κανονικά τις δόσεις τους, αλλά βρέθηκαν σε εξαιρετικά άσχημη θέση μετά, είτε γιατί έμειναν άνεργοι, είτε γιατί περιορίστηκαν πολύ τα εισοδήματά τους, είτε γιατί έβαλαν λουκέτο στα μαγαζιά τους λόγω της κατάστασης».
Η εκτίμηση του κ. Σιδέρη ήταν πως η κατάσταση με τα δάνεια περιγράφεται με τον όρο «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Όπως λέει χαρακτηριστικά υπήρχε ο νόμος Κατσέλη που πραγματικά έδινε λύσεις και ο οποίος καταργήθηκε στη συνέχεια, δημιουργώντας πολλά προβλήματα σήμερα. Εν προκειμένω τον ρωτάμε αν ισχύει ότι ο νόμος αυτός ήταν καταφύγιο για τους λεγόμενους «στρατηγικούς κακοπληρωτές», όπως λένε οι υπέρμαχοι της κατάργησής του.
«Πάντα θα δικαιωθεί και κάποιος που δεν είχε δίκιο», λέει ο κ. Σιδέρης. «Αλλά αυτό το ποσοστό ήταν πραγματικά πολύ μικρό. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε φορά εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου η κάθε απόφαση. Δεν υπήρχε κάποια αυτόματη διαδικασία που έβγαζε μια ρύθμιση. Θα το ξαναπώ λοιπόν, από την εμπειρία μου, οι δανειολήπτες που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση στην πλειονότητά τους δεν είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές».
Οι καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη
Ο κ. Σιδέρης σχολιάζει κι ένα άλλο επιχείρημα των πολέμιων του νόμου Κατσέλη: της καθυστέρησης των δικαστηρίων, καθώς πολλές περιπτώσεις έπαιρναν δικάσιμο μετά από χρόνια. «Μα και σήμερα ισχύει αυτό», μάς λέει. «Αν π.χ. κάνω εγώ μια ανακοπή απέναντι στις απαιτήσεις ενός fund η δίκη μπορεί να πάει μετά από 10 χρόνια. Υποτίθεται ότι το κράτος θα τα είχε λύσει όλα αυτά. Στην αρχή είχαν πει ότι θα δημιουργήσουν δικαστήρια που θα τρέχουν αποκλειστικά τέτοιες υποθέσεις. Δεν είδαμε κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Αντιθέτως, αυτό που έχουμε δει να συμβαίνει είναι μια άκρως επιθετική πολιτική από τα funds που έχουν αναγκάσει τον κόσμο να ρυθμίσει τις υποθέσεις του εξωδικαστικά».
Τον ρωτάμε πόσο αποτελεσματικό είναι αυτό για να λάβουμε την απάντηση ότι «εξαρτάται την περίπτωση». Όπως λέει, υπάρχουν περιπτώσεις που βαλτώνουν για έτη επειδή «π.χ. έχουμε κολλήσει στο ποσό της προκαταβολής. Έχουμε βρει τις δόσεις, το χρόνο αποπληρωμής και η υπόθεση χαλάει στην προκαταβολή».

Ζητάμε από τον κ. Σιδέρη να μας εξηγήσει καλύτερα τι ακριβώς εννοεί «κατά περίπτωση». Η απάντηση είναι αποκαλυπτική για τις προθέσεις κάποιων από τα funds. «Πολλές φορές το fund κάνει επίτηδες πρόταση με όρους που δεν μπορείς να δεχθείς, είναι εξαιρετικά δυσβάσταχτοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι προφανές ότι έχουν βάλει στο μάτι το σπίτι σου ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο έχεις και το οποίο έχει συγκεκριμένη αξία. Είναι επίσης προφανές πως αν έχεις ένα σπίτι σ’ ένα απομακρυσμένο, ορεινό χωριό, το fund θα προτιμήσει να αποσπάσει χρήματα από σένα παρά να μπει στη διαδικασία πλειστηριασμού για ένα σπίτι απ’ το οποίο δεν θα αποκομίσει τίποτε στη συνέχεια. Αν όμως το σπίτι βρίσκεται σε καλή περιοχή τότε τα πράγματα αλλάζουν. Είχα πρόσφατα τέτοια περίπτωση πελάτη μου με σπίτι στο Λαγονήσι».
Και ο κ. Σιδέρης συνεχίζει: «Μπορώ να σας πω άπειρες περιπτώσεις που τα funds δεν συνεργάζονται ακόμα και σε περιπτώσεις που θα πάρουν όλα τα χρήματα πίσω. Είχα επίσης πρόσφατα άλλη περίπτωση δανειολήπτη που χρωστούσε ένα ποσό και to fund έβγαλε σε πλειστηριασμό το σπίτι του. Στο μεσοδιάστημα πούλησε η γυναίκα του ένα δικό της σπίτι και πήγαν να αποπληρώσουν το σύνολο του χρέους, προσέξτε, χωρίς έκπτωση, το αρχικό ποσό δηλαδή που είχαν εισπράξει. Λέγαμε λοιπόν στο fund ότι θα υπάρξει εξ ολοκλήρου εξόφληση και αυτοί μας απαντούσαν έως τις παραμονές του πλειστηριασμού του σπιτιού, «δεν μας συμφέρει αυτή η λύση». Μέχρι να λυθεί η υπόθεση αγανακτήσαμε, κυριολεκτικά».
Εργαζόμενος για λογαριασμό ενός fund
Ο Μανόλης έχει εργαστεί σε τμήμα είσπραξης για λογαριασμό fund και μάλιστα σε παραπάνω από μία εταιρείες διαχείρισης χρεών. «Είναι μια θέση που ανακυκλώνεται συνεχώς, δεν μπορείς να καθίσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ίδια εταιρεία, είναι τρομερά επιβαρυντικό για την υγεία σου, κυρίως την ψυχική. Δεν είναι λίγο πράγμα να κάνεις αυτή τη δουλειά». Τον ρωτάμε ποια είναι ακριβώς η δουλειά του και μας απαντάει ότι ο δικός του ρόλος ήταν αυτός του «διαπραγματευτή» με τον δανειολήπτη ώστε να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα: μια συμφωνία αποπληρωμής.

Σύμφωνα με τον Μανόλη δεν έχουν όλες οι εταιρείες την ίδια πολιτική στη διαπραγμάτευση. «Πρώτα απ’ όλα πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι η εταιρεία διαχείρισης του χρέους ακολουθεί την πολιτική του fund. Αυτή είναι που δίνει τον τόνο. Έτσι, άλλες φορές είχα μεγάλη αβάντα στο τι είδους έκπτωση μπορούσα να προτείνω και τι είδους όρους. Σε άλλες περιπτώσεις τα πράγματα ήταν πιο άγρια. Μπορώ να σου πω ότι υπήρξαν φορές που αν ήμουν στη θέση του συνομιλητή μου, ούτε εγώ θα δεχόμουν αυτά που του πρότεινα. Μιλάμε για στημένο παιχνίδι από την αρχή».
Οι παράγοντες
Τον ρωτάμε πως γίνεται αυτή η «διαλογή» και η απάντηση είναι πως εξετάζονται συγκεκριμένοι παράγοντες στο πλαίσιο μιας δανειακής σύμβασης. Οι παράγοντες αυτοί έχουν να κάνουν με το ύψος του χρέους, την ηλικία του δανειολήπτη, αν έχει εγγυητές ή όχι, το είδος της περιουσίας που έχει, την παρούσα οικονομική του κατάσταση.
«Μπαίνουν όλα αυτά στο μίξερ και βλέπει το fund σε ποια περίπτωση είναι κερδισμένο και σε ποια όχι. Ο στόχος βέβαια είναι πάντα να βγάλει κέρδος, αλλά κι εδώ υπάρχει ένα ρίσκο. Υπήρξαν φορές που κάναμε γενναίες εκπτώσεις για να μαζέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μετρητά. Κι εννοείται ότι υπήρχε κόσμος που πλήρωνε για να μη χάσει το σπίτι του και μείνει στο δρόμο».
Ο Μανόλης κάνει αυτή τη δουλειά σχεδόν τρία χρόνια. «Με έχουν βρίσει, με έχουν παρακαλέσει, μου έχουν κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα, με έχουν απειλήσει, μέχρι και μάγια μου είπαν ότι θα μου κάνουν αν συνεχίσω να επικοινωνώ μαζί τους», μάς λέει.
«Οκ, κάποιους απ’ αυτούς τους καταλαβαίνω και δεν το παίρνω προσωπικά. Υπάρχουν και οι ευγενικοί άνθρωποι, οι καλοπροαίρετοι με τους οποίους μπορείς να μιλήσεις και να βγάλεις άκρη. Αντιλαμβάνομαι ότι στο μυαλό τους εκείνη την ώρα είμαι το fund και προσπαθώ να είμαι όσο πιο ευγενικός γίνεται. Αυτό τελικά νομίζω ότι δουλεύει περισσότερο απ’ το να παίρνεις με ύφος και ν’ απειλείς εσύ τον άνθρωπο που βρίσκεται στην άλλη γραμμή».
Η σιωπή των εταιρειών διαχείρισης και των funds
Το in, έστειλε συγκεκριμένες ερωτήσεις στην Ένωση Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΕΔΑΔΠ) προκειμένου να λάβει υπεύθυνες απαντήσεις σε όλα τα ανωτέρω και στο πλήθος καταγγελιών που αφορούν στις πρακτικές που ακολουθούν ορισμένα από τα μέλη της Ένωσης. Ουδέποτε λάβαμε απάντηση στις ερωτήσεις μας.
Παρ΄όλα αυτά έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τι αναφέρει στο επίσημο site της η Ένωση. Μεταξύ άλλων σημειώνει ότι «για τα φυσικά πρόσωπα, η πρώτη επιλογή είναι πάντοτε μια ρύθμιση συμβατή με τα στοιχεία του δανεισμού και τα εισοδηματικά και περιουσιακά δεδομένα του δανειολήπτη. Οι Εταιρίες Διαχείρισης έχουν ως στόχο τη μετατροπή ενός μη εξυπηρετούμενου («κόκκινου») δανείου σε εξυπηρετούμενο, με μακρό χρονικό ορίζοντα και κόστος εξυπηρέτησης που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες του πιστούχου, ώστε να μην υπάρξει εκ νέου αθέτηση».

Σε άλλο σημείο διαβάζουμε πως «τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης (όπως ο πλειστηριασμός) αποτελούν ύστατη λύση, όταν διαπιστώνεται, μετά από πολλές προσπάθειες και την εξάντληση όλων των σχετικών διαδικασιών (λ.χ. για την προστασία των ευάλωτων οφειλετών), η αδυναμία εξεύρεσης βιώσιμης λύσης για τη διευθέτηση των οφειλών».
Αναρωτιέται κανείς αν όντως έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια και οι χιλιάδες πλειστηριασμοί που καταγράφονται πλέον αποτελούν κομμάτι αυτής της «ύστατης» λύσης…
Η απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδας
Απευθυνθήκαμε και στην Τράπεζα της Ελλάδας η οποία είναι υπεύθυνη για την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία των funds. Οι ερωτήσεις μας ήταν πολύ συγκεκριμένες. Ειδικότερα, ζητήσαμε να μάθουμε τα κάτωθι:
-
Ασκείται εποπτικός έλεγχος στις εν λόγω εταιρείες; Έχετε καταγράψει περιστατικά ασυδοσίας και εκμετάλλευσης εκ μέρους τους; Αν ναι, πόσα είναι αυτά και ποιες είναι οι ποινές που επιβάλλονται σε αυτές;
-
Πώς μπορούν να προστατευτούν οι πολίτες απέναντι σε παράνομες και καταχρηστικές πολιτικές εκ μέρους των funds;
-
Η κυβέρνηση επαίρεται ότι τα κόκκινα δάνεια βρίσκονται σε ύφεση και πως ο εξωδικαστικός μηχανισμός λειτουργεί άψογα. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ τα δάνεια αγγίζουν τα 80 δισ. ευρώ και ο εξωδικαστικός αποδεικνύεται προβληματικός σε πολλά σημεία. Υπάρχει κάποιος σχεδιασμός εκ μέρους της ΤτΕ ώστε η κατάσταση ν’ αλλάξει προς όφελος των χιλιάδων πολιτών που αναζητούν μια λύση;
Στην απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδας γίνεται λόγος περί «ειδικής μέριμνας» που πρέπει ν’ ακολουθούν τα funds στους ευάλωτους δανειολήπτες. Αναφέρει επίσης ότι έχει τη δυνατότητα επιβολής προστίμων σε περίπτωση που όντως παρατηρηθεί καταχρηστική-αντιδεοντολογική συμπεριφορά εκ μέρους των εταιρειών διαχείρισης. Παρ’ όλα αυτά, στην επιστολή δεν αναφέρει ποιες είναι οι εταιρείες που επιδίδονται σε πολιτικές ασυδοσίας και ποιες είναι οι ποινές που τους έχουν επιβληθεί.
Το πιο σημαντικό όλων όμως είναι το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει ότι δεν έχει καμία δικαιοδοσία πάνω στα funds που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, παρά μόνο στα εκτελεστικά τους όργανα, τις εταιρείες διαχείρισης των χρεών.
Ολόκληρη η απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η παρακάτω:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκώντας τις κατά νόμο και εκ του Καταστατικού της αρμοδιότητές της, είναι αρμόδια για την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία των Διαχειριστών Πιστώσεων με έδρα την Ελλάδα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ν. 5072/2023 (ΦΕΚ Α’ 198) και τις Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ) της Τράπεζας της Ελλάδος 225/1/30.01.2024 (Β’ 813) και 244/4/25.07.2025 (Β’ 4184).
Παρότι η προστασία των δανειοληπτών δεν συμπεριλαμβάνεται στις άμεσες αρμοδιότητές της, ωστόσο μέσω της θέσπισης κανονιστικών διατάξεων και της λήψης εποπτικών μέτρων λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των οφειλετών και μεριμνά για την προστασία των ευάλωτων πιστούχων.
Μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΠΕΕ 225/1/30.01.2024, οι Διαχειριστές Πιστώσεων υποχρεούνται να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες που να διασφαλίζουν την επιτυχή αναδιάρθρωση των δανείων που έχουν υπό την διαχείρισή τους, με ειδική μέριμνα για τους ευάλωτους δανειολήπτες. Οι εν λόγω πολιτικές αξιολογούνται για την επάρκειά τους από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Παράλληλα, οι Διαχειριστές Πιστώσεων υποχρεούνται να διαθέτουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που μεταξύ άλλων οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και να παρέχουν τακτικές αναφορές στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Σημειώνεται, ακόμη, ότι η ανάθεση διαχείρισης απαιτήσεων γίνεται υποχρεωτικά σύμφωνα με σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων που έχει καταρτιστεί με τον εκάστοτε αγοραστή πιστώσεων, στην οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ρήτρα που απαιτεί τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών. Σε περίπτωση διαπίστωσης αποκλίσεων ή παραβάσεων από τις εποπτικές απαιτήσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να λαμβάνει μέτρα και να επιβάλει κυρώσεις βάσει του νομικού πλαισίου.
Επιπρόσθετα, με την πρόσφατη έκδοση της ΠΕΕ 244/4/25.07.2025 για την εποπτεία των Διαχειριστών Πιστώσεων ενισχύθηκε ο εποπτικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος, εισάγοντας πρόσθετες κανονιστικές απαιτήσεις που αφορούν κυρίως τα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης και εσωτερικού ελέγχου, με τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι εταιρείες αυτές.
Ακόμη, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θεσπίσει κανόνες διαφάνειας και ενημέρωσης των συναλλασσόμενων (Πράξη Διοικητή 2501/2002), σύμφωνα με τους οποίους τα εποπτευόμενα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των Διαχειριστών Πιστώσεων, οφείλουν να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές και ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων.
Κώδικας Δεοντολογίας
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θεσπίσει και επιβλέπει την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας κατά τα προβλεπόμενα στον ν.4224/2013, όπως ισχύει και στην υπ’ αριθμ. 392/1/31.5.2021 Απόφαση της ΕΠΑΘ σχετικά με την διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ειδικότερα, ο Κώδικας Δεοντολογίας της ΤτΕ θεσπίστηκε, σε μια περίοδο που τα κόκκινα δάνεια είχαν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), και τη σταδιακή μείωση αυτών οδηγώντας στην αλλαγή νοοτροπίας και τη θεσμοθέτηση δίκαιων, διαφανών διαδικασιών δημιουργώντας ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών.
Πιο συγκεκριμένα, τέθηκαν σαφείς κανόνες για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ένας δανειολήπτης που αδυνατεί να αποπληρώσει τη δόση του, συμβάλλοντας στην εξεύρεση βιώσιμων εξατομικευμένων λύσεων ρύθμισης με βάση τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα του δανειολήπτη. Αυτό ενίσχυσε τη διαφάνεια, την υπευθυνότητα και κυρίως την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές περιορίζοντας τις συγκρούσεις και βελτιώνοντας την αποδοτικότητα του συστήματος.
Αναθεώρηση
Με γνώμονα τη διαρκή δράση και συμβολή σε ζητήματα διαφάνειας, η Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκεται επί του παρόντος σε διαδικασία αναθεώρησης του Κώδικα Δεοντολογίας, ώστε να καταστεί πιο σύγχρονος, απλός και αποτελεσματικός καλύπτοντας τυχόν αδυναμίες που έχουν αναδειχθεί από την έως τώρα πρακτική εφαρμογή του. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού θα διενεργείται στο εξής ψηφιακά μέσω της αντίστοιχης ψηφιακής πλατφόρμας, ώστε να παρακολουθείται καλύτερα η εφαρμογή του και να διασφαλίζεται εν γένει η αρχή της διαφάνειας.
Πέρα από τις διατάξεις προληπτικής εποπτείας και τον έλεγχο εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας, και προς την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος αποδέχεται καταγγελίες, τις οποίες διερευνά αποκλειστικώς προς τον σκοπό αξιολόγησης του βαθμού συμμόρφωσης των Διαχειριστών Πιστώσεων προς τις ενέργειες που απαιτεί το κανονιστικό πλαίσιο και ο Κώδικας Δεοντολογίας.
Επισημαίνεται ότι ο ν.5072/2023 παρέχει αυξημένες ευχέρειες στην Τράπεζα της Ελλάδος για επιβολή κυρώσεων στους Διαχειριστές Πιστώσεων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσής τους με το κανονιστικό πλαίσιο. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη επιβάλει κυρώσεις σε Διαχειριστές Πιστώσεων για παράβαση διατάξεων της Πράξης Διοικητή 2501/2002.
Σημειώνεται επίσης ότι οι αγοραστές πιστώσεων, γνωστοί και ως “funds”, οι οποίοι υποχρεούνται να ορίζουν διαχειριστές πιστώσεων για τη διαχείριση των δανείων στην κατοχή τους, δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις αδειοδότησης και εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλη αρμόδια αρχή παρά μόνο σε περιορισμένες απαιτήσεις ενημέρωσης.
Αναφορικά με τη σχέση και την επικοινωνία με τον δανειολήπτη, καθώς τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης προς αυτόν, τόσο οι διαχειριστές πιστώσεων όσο και οι αγοραστές πιστώσεων υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 13 του ν.5072/2023 για την εφαρμογή του οποίου η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει αρμοδιότητα (άρθρο 25 τουν.5072/2023).
Η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν έχει επίσης αρμοδιότητα για τη λειτουργία και την εφαρμογή του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών του ν. 4738/2020 (Α’ 207), ωστόσο στο πλαίσιο των καταστατικών της αρμοδιοτήτων για τη διαφάνεια των όρων των συναλλαγών, παρακολουθεί και ελέγχει την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας της ΤτΕ».
