Δευτέρα, 12 Μαΐου 2025
21.1 C
Athens

Πρωτογενή πλεονάσματα: Το «στύψιμο» των εισοδημάτων «τροφή» για τα υπερπλεονάσματα

«Μικρότερα πλεονάσματα σημαίνουν λιγότεροι φόροι για τους πολίτες και μικρότερες εισφορές για εργαζόμενους και εργοδότες». Αυτό δήλωνε το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επικεφαλής τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεσμευόμενος ότι ως πρωθυπουργός θα αποκλιμακώσει τα βάρη των νοικοκυριών.

Στην πράξη όμως οι υποσχέσεις έπεσαν στο κενό. Της ανακοίνωσης των δυσθεώρητων (11,4 δισ. ευρώ) πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2024 ακολούθησε η ανακοίνωση για υπερπλεόνασμα ύψους 4,5 δισ. ευρώ και για το α΄ τρίμηνο του 2025. Σύμφωνα με την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αυξημένο κατά περίπου 1,5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2023 (2,9 δισ. ευρώ) ενώ είναι και 3,9 δισ. μεγαλύτερο έναντι του στόχου (616 εκατ. ευρώ) του υπουργείου Οικονομικών.

πλεονάσματαπλεονάσματα

Πλεόνασμα 4,5 δισ. ευρώ το α΄ τρίμηνο του 2025

Στέρηση πόρων από τον προϋπολογισμό

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνεχίζει να «στραγγίζει» την οικονομία και το 2025  εφαρμόζοντας τη γνωστή μνημονιακή συνταγή της υπερφορολόγησης και περικοπής των κοινωνικών δαπανών αλλάζοντας εν μέρει το μείγμα της πολιτικής με «τυράκια» μόνιμων ή έκτακτων επιδομάτων σαφώς κατώτερων της υπεραπόδοσης των εσόδων στα κρατικά ταμεία.

Τα υπερμεγέθη πρωτογενή πλεονάσματα του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού συχνά μέσω υπερφορολόγησης και περιορισμού των πρωτογενών δαπανών, έχει οδηγήσει σε σημαντική στέρηση πόρων

Τα πλεονάσματα του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού επιτυγχάνονται σταθερά από το 2016 και αποτελούν κεντρικό πυλώνα της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας, αντανακλώντας τη δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία στο πλαίσιο των μνημονίων και της μετα-μνημονιακής περιόδου. Μετά το τέλος των μνημονίων, η Ελλάδα συνέχισε να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα, αν και υπήρξαν δεσμεύσεις για μείωσή τους.

Όμως, η επίτευξη αυτών των πλεονασμάτων, συχνά μέσω υπερφορολόγησης και περιορισμού των πρωτογενών δαπανών, έχει οδηγήσει σε σημαντική στέρηση πόρων από τον προϋπολογισμό, με δυσμενείς επιπτώσεις για την κοινωνία.

Οι περικοπές σε κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια και οι δημόσιες επενδύσεις, έχουν περιορίσει την ικανότητα του κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών, εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και υπονομεύοντας τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Η Ελλάδα δεν υπόκειται πλέον σε ρητές μνημονιακές δεσμεύσεις

Με μνημονιακή συνταγή

Στην Ελλάδα, τα πρωτογενή πλεονάσματα έγιναν κεντρικό θέμα μετά την οικονομική κρίση του 2009, καθώς αποτέλεσαν βασική απαίτηση των δανειστών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) στο πλαίσιο των μνημονίων.

Να θυμίσουμε πως η χώρα μας, ως μέλος της ευρωζώνης, παραμένει υπό καθεστώς εποπτείας και δεσμεύσεων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αν και η φύση και η ένταση αυτών των δεσμεύσεων έχουν εξελιχθεί μετά το τέλος των μνημονίων το 2018. Συγκεκριμένα, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2018), η Ελλάδα τέθηκε σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο ολοκληρώθηκε επίσημα τον Αύγουστο του 2022. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει υπό μετα-προγραμματική εποπτεία μέχρι την αποπληρωμή του 75% των δανείων που έλαβε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (ESM, EFSF), κάτι που αναμένεται να συμβεί μετά το 2032.

Η Ελλάδα, όπως όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, υπόκειται στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) που απαιτεί το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να μειώνεται αν είναι πάνω από 60% του ΑΕΠ. Η μεταρρύθμιση του ΣΣΑ (2024) εισήγαγε μεγαλύτερη ευελιξία, επιτρέποντας εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής 4-7 ετών, αλλά η Ελλάδα παρακολουθείται στενά λόγω του υψηλού χρέους.

Σήμερα, η Ελλάδα δεν υπόκειται πλέον σε ρητές μνημονιακές δεσμεύσεις για συγκεκριμένα επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως συνέβαινε έως το 2018. Η κυβέρνηση συνεχίζει να δεσμεύεται για πρωτογενή πλεονάσματα (2,4% του ΑΕΠ για 2025-2028), αντανακλώντας τη στρατηγική διατήρησης δημοσιονομικής πειθαρχίας και μείωσης του χρέους.

Περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται

Δείχνει όμως υπερβάλλοντα ζήλο. Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα 0,1% του ΑΕΠ το 2022, 1,9% το 2023 και 4,8% το 2024, ξεπερνώντας κατά πολύ τους στόχους. Αυτό μεταφράζεται σε πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό 16 δισ. ευρώ αντί για περίπου 5 δισ. ευρώ που ήταν ο στόχος. Σχεδόν 11 δισ. ευρώ παραπάνω, τα οποία προέκυψαν από συγκράτηση δαπανών και αύξηση φορολογικών εσόδων.

Χαρακτηριστικά, ο πρώην «τσάρος» της ελληνικής οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης, πανηγύριζε ότι το 2024 το περίσσευμα στον κρατικό προϋπολογισμό, προτού πληρωθούν οι τόκοι για το χρέος έφτασε στο 3,5% του ΑΕΠ, ενώ ο στόχος στον προϋπολογισμός ήταν αρχικά 2,1% και αναθεωρήθηκε στο 2,5%.

Η ζυγαριά γέρνει προς μια κατεύθυνση

Αυτή η πολιτική προσδοκά στη διεθνή αξιοπιστία περιορίζει όμως τους διαθέσιμους πόρους για κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες. Τα «ψίχουλα» που μοίρασε ο πρωθυπουργός αξιοποιώντας την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (επιστροφή ενός ενοικίου και ετήσιο επίδομα στους συνταξιούχους) έχουν συνολικό κόστος περίπου 1,1 δισ. ευρώ, ποσό σημαντικά χαμηλότερα από χρήματα που μπήκαν στα κρατικά ταμεία.

Η επίτευξη αυτών των υπερμεγεθών πλεονασμάτων έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση με την αντιπολίτευση να χρεώνει ανεπάρκεια της κυβέρνησης στη διαχείριση των δημοσιονομικών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA