Δύσκολες συνθήκες βιώνει σήμερα η αγορά στα ψάρια και προϊόντα υδατοκαλλιέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία καταγράφεται μία σειρά μεταβολών, που έχουν ήδη επηρεάσει καταναλωτές, παραγωγούς και εμπόριο.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση για την αγορά «EU Fish Market Report 2025» της Κομισιόν, την οποία κατάρτισε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Αγοράς Προϊόντων Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (EUMOFA) οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερο και μειώνουν την κατανάλωση φρέσκου ψαριού, πληρώνουν περισσότερα, ενώ οι εμπορικές ισορροπίες μεταβάλλονται.
Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν 1,247 εκατ. ευρώ το 2024 για ψάρια και προϊόντα υδατοκαλλιέργειας
Για χώρες με παράδοση στη μεσογειακή διατροφή, όπως η Ελλάδα, η πτώση στην κατανάλωση φρέσκου ψαριού είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς ο συνδυασμός υψηλών τιμών, μειωμένης αγοραστικής δύναμης και πιθανών αλλαγών στη διατροφική συμπεριφορά μπορεί να πλήξει τόσο την εγχώρια ζήτηση όσο και την αλιεία μικρής κλίμακας.
Ανοδικά οι τιμές στα ψάρια
Το 2024, οι καταναλωτές της ΕΕ δαπάνησαν συνολικά 62,8 δισεκατομμύρια ευρώ σε προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας — αύξηση κατά 4% σε σχέση με το 2023. Ωστόσο, αυτή η αύξηση δεν οφείλεται σε μεγαλύτερη κατανάλωση, αλλά σε αύξηση των τιμών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, η Ισπανία βρίσκεται στην κορυφή των χωρών, όπου τα νοικοκυριά πλήρωσαν τα περισσότερα για προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Ειδικότερα, τα ισπανικά νοικοκυριά ξόδεψαν 12,684 εκατ. ευρώ το 2024 ποσό αυξημένο κατά 7% συγκριτικά με το 2023.
Ακολουθεί η Ιταλία με 12,613 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 2%), η Γαλλία με 8,453 εκατ. ευρώ (3%), η Γερμανία με 7,562 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 3%) και η Πορτογαλία με 4,953 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 6%).
Η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η θέση της λίστας, με τα νοικοκυριά να έχουν δαπανήσει 1,247 εκατ. ευρώ, αξία αυξημένη κατά 6%.

Η κατανάλωση φρέσκου ψαριού στο σπίτι μειώθηκε κατά 5% το 2024. Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Πορτογαλία και Γερμανία — οι χώρες με την υψηλότερη κατανάλωση — συνεχίζουν μια πτωτική τάση που έχει ξεκινήσει από το 2021.
Μεταξύ 2020 και 2024, οι τιμές στα ψάρια και τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας αυξήθηκαν πάνω από 25%. Παρόλα αυτά, η αύξηση αυτή παραμένει μικρότερη σε σχέση με άλλες πηγές ζωικών πρωτεϊνών.
Ελαφρά μείωση του εμπορίου στα ψάρια
Οι εισαγωγές στη ΕΕ έφτασαν τις 5,9 εκατομμύρια τόνους (αξίας 29,9 δισ. ευρώ), σημειώνοντας μείωση 1% στην πραγματική αξία αλλά αύξηση 0,3% στον όγκο σε σχέση με το 2023.
Αντίστοιχα, οι εξαγωγές αυξήθηκαν ελαφρά κατά 1% φτάνοντας τα 8,25 δισ. ευρώ, παρά ότι ο όγκος των εξαγομένων προϊόντων έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2019 (2,2 εκατομμύρια τόνους).
Ως αποτέλεσμα, για πρώτη φορά από το 2018, το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ μειώθηκε κατά 2%, φτάνοντας τα 21,61 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024.
Το ενδο-ευρωπαϊκό εμπόριο παραμένει σημαντικό αν και οι εμπορικές ανταλλαγές επιβραδύνθηκαν το 2024, με τον συνολικό όγκο και την αξία να μειώνονται κατά 1% σε φτάνοντας τους 5,8 εκατ. τόνους και σε αξία 31,7 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι τα ψάρια όπως σολομός και βακαλάος αποτέλεσαν σχεδόν το 40% της συνολικής αξίας του εμπορίου εντός ΕΕ.
Μείωση της «κατά κεφαλήν» κατανάλωσης
Το ποσοστό αυτάρκειας της ΕΕ – δηλαδή η δυνατότητα να καλύψει τη ζήτηση από τη δική της παραγωγή — ανέβηκε στο 38,1%, για πρώτη φορά μετά το 2018.
Η φαινομενική κατανάλωση ανά κάτοικο έπεσε το 2023 στα 22,89 κιλά/κάτοικο, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, με μείωση 3% σε σχέση με το 2022.
Η κατανάλωση άγριων ψαριών έπεσε στα 16,35 κιλά, ενώ των εκτρεφόμενων στα 6,53 κιλά ανά κάτοικο.
