Κυριακή, 27 Ιουλίου 2025
29.7 C
Athens

Στεγαστική κρίση: Απειλεί με χάος την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη

Η επιδεινούμενη στεγαστική κρίση αποτελεί ένα από τα αίτια της έντονης στροφής προς τη δεξιά πολιτική στις πρόσφατες εκλογές στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της εμφάνισης κινημάτων «αντι-καθεστωτικού» χαρακτήρα.

Παρά τα υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικιών στις εν λόγω χώρες, που γενικά υπερβαίνουν το 80% και συχνά ξεπερνούν το 90% σε πολλά κράτη -για παράδειγμα, Ρουμανία (96%), Σλοβακία (94%), Κροατία και Ουγγαρία (και οι δύο 91%), Λιθουανία (88,8%) και Πολωνία (87,3%)- αυτοί οι υψηλοί μέσοι όροι κρύβουν μια κρίσιμη ανισορροπία: Υπάρχουν άφθονες κατοικίες σε περιοχές με λίγες ευκαιρίες απασχόλησης, ενώ αστικά κέντρα που προσφέρουν σημαντικές προοπτικές εργασίας υποφέρουν τόσο από έλλειψη κατοικιών όσο και από υπερβολικές τιμές.

Η εργατική και η μεσαία τάξη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι ολοένα και πιο απογοητευμένες. Η εξασφάλιση καλά αμειβόμενης απασχόλησης ή η ίδρυση ακμαζουσών επιχειρήσεων σήμερα, συχνά απαιτεί μετεγκατάσταση, η οποία, με τη σειρά της, σημαίνει απόκτηση στέγης σε αυτές τις ακριβές αστικές αγορές.

Η Ρουμανία αποτελεί παράδειγμα αυτού του παράδοξου. Παρά το γεγονός ότι έχει το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικίας στην ΕΕ, στο 95%, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η εύκολη πρόσβαση στη στέγαση και η πολιτική σταθερότητα δεν θα αποτελούσαν ανησυχία. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει. Η απροσδόκητη άνοδος του λαϊκιστή Καλίν Γκεοργκέσκου το περασμένο φθινόπωρο, στον οποίο στη συνέχεια απαγορεύτηκε η υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου, υπογράμμισε τις εκτεταμένες ανησυχίες για το κόστος ζωής, που έστρεψαν πολλούς Ρουμάνους προς την πολιτική του πλατφόρμα.

Τα παράδειγμα της ρουμανικής πόλης Κλουζ-Ναπόκα είναι χαρακτηριστικό. Πριν από δύο δεκαετίες, ήταν μια ήσυχη περιφερειακή πρωτεύουσα. Σήμερα, είναι ένας κόμβος για την κατασκευή υψηλής προστιθέμενης αξίας και την τεχνολογία πληροφοριών. Συνεπώς, δεδομένα από την Numbeo, τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων κόστους ζωής στον πλανήτη, αποκαλύπτουν ότι οι τιμές κατοικιών στο κέντρο της πόλης ανά τετραγωνικό μέτρο στην Κλουζ-Ναπόκα υπερβαίνουν αυτές της Αθήνας (3.215 ευρώ), της Γένοβας (3.200 ευρώ), του Πόρτλαντ (3.159 ευρώ) και του Μπέλφαστ (2.769 ευρώ). Αυτή η πραγματικότητα απογοητεύει βαθιά τους Ρουμάνους που επιθυμούν να βρουν καλή δουλειά στη χώρα τους, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μετεγκατασταθούν σε αυτά τα απαγορευτικά αστικά κέντρα.

Μια από τις λύσεις θα ήταν σίγουρα η δημιουργία δημόσιων κατασκευαστικών προγραμμάτων

Γιατί η προσφορά κατοικιών δεν καλύπτει τη ζήτηση στις πόλεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση θέσεων εργασίας; Επί του παρόντος, οι κυβερνήσεις δεν έχουν αποτελεσματικές πολιτικές στέγασης.

Η εξοικονόμηση κόστους από την επεκτασιμότητα των κατασκευών απουσιάζει και οι ιδιωτικές τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να δανείσουν γενναιόδωρα χωρίς εγγυήσεις.

Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια χωρίς εγγυήσεις συνοδεύονται από υψηλά επιτόκια σε σύντομες περιόδους αποπληρωμής και, όταν χορηγούνται ελλείψει αυξημένης προσφοράς κατοικιών, είθισται απλώς να διογκώνουν τις τιμές των υφιστάμενων ακινήτων.

Οι ιδιωτικές τράπεζες πολύ απλά δεν είναι εξοπλισμένες για να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή κατοικιών με επαρκώς χαμηλό κίνδυνο και κόστος για τους δανειολήπτες.

Ωστόσο, οι δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες μπορούν να χορηγούν στεγαστικά δάνεια με σταθερές προθεσμίες, για μεγαλύτερες (αν και όχι υπερβολικά μεγάλες) περιόδους και με χαμηλότερα επιτόκια.

Ενώ οι ιδιωτικές τράπεζες μπορεί να παραπονιούνται για την επέκταση ή τη δημιουργία αυτών των δημόσιων πιστωτικών ιδρυμάτων, η αυξημένη κοινωνική σταθερότητα τελικά ωφελεί τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού τομέα.

Η επέκταση των δημόσιων αναπτυξιακών τραπεζών αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προς την κάλυψη των αναγκών στέγασης, υπό την προϋπόθεση ότι τα συγκεκριμένα κεφάλαια κατευθύνονται προς νέες κατασκευές.

Μια από τις λύσεις θα ήταν σίγουρα η δημιουργία δημόσιων κατασκευαστικών προγραμμάτων για την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών σε σημαντική κλίμακα. Αυτές οι μονάδες θα μπορούσαν να προορίζονται για ενοικίαση, προγράμματα ενοικίασης με δυνατότητα αγοράς ή άμεσης πώλησης.

Θα πρέπει, δε, να εξυπηρετούνται από επιλογές πράσινης κινητικότητας, όπως γραμμές μετρό ή τραμ, παράλληλα με την πρόσβαση σε δημόσια παιδική μέριμνα, ποιοτικά δημόσια σχολεία και υπηρεσίες δημόσιας υγείας σε κοντινή απόσταση, για τη βελτίωση της συνολικής ποιότητας ζωής και τη μείωση του άγχους.

Η κλίμακα και ο σχολαστικός σχεδιασμός είναι εξίσου σημαντικά. Έχει παρατηρηθεί, για παράδειγμα, πώς το κόστος κατασκευής μειώνεται όταν οι εταιρείες κατασκευάζουν με σημαντική συχνότητα και κλίμακα, ξεπερνώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μηχανικές προκλήσεις, όπως αποδεικνύεται από τα έργα επέκτασης στο μετρό της Ισπανίας.

Τέτοιες πρωτοβουλίες στέγασης θα πρέπει να εξυπηρετούν πρωτίστως την εργατική και τη μεσαία τάξη, ενθαρρύνοντας την κοινωνικοοικονομική ανάμειξη για την οικοδόμηση μόνιμων κοινοτήτων.

Στη χειρότερη θέση της Ευρώπης η Ελλάδα

Εν τω μεταξύ, με βάση τη Eurostat, το 2024 οι Eλληνες κατέβαλαν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη δαπανών στέγασης (όπως ενοίκιο, δόση στεγαστικού δανείου, λογαριασμοί ρεύματος, θέρμανση και επισκευές/συντηρήσεις). Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27, καθώς ο μέσος όρος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν ξεπερνάει το 19,2%. Ακόμη χειρότερο κρίνεται ότι η τάση στην Ε.Ε. βαίνει μειούμενη (19,7% το 2023), ενώ αντιθέτως στην Ελλάδα παρατηρείται οριακή αύξηση έναντι του 2023, όταν το σχετικό ποσοστό διαμορφωνόταν σε 35,2%, ενώ το 2022 ήταν 34,2%.

Η στεγαστική κρίση συνεχίζει να αποτελεί ένα από το κορυφαία προβλήματα των Ελλήνων, καθώς η εύρεση στέγης, είτε για αγορά είτε για ενοικίαση, γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, με τις τιμές των ακινήτων να συνεχίζουν να καλπάζουν.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η εύρεση κατοικίας έχει γίνει πραγματικός εφιάλτης για χιλιάδες νοικοκυριά ενώ και τα επόμενα χρόνια δεν φαίνεται να δημιουργείται ένα συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος από την κυβέρνηση της ΝΔ.

Ακόμη, η Κομισιόν σημειώνει ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 9,3 % ετησίως την περίοδο 2020-2024 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ 4,9 %) και εκτιμάται ότι είναι υπερτιμημένες κατά περίπου 20%.

Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες ετήσιες εκθέσεις του δικτύου μεσιτικών γραφείων RE/MAX Ελλάς για την αγορά ενοικίων, το μεν 2023-2024 σημειώθηκε αύξηση κατά 5,6% πανελλαδικά και 7,6% στην Αττική, ενώ την περίοδο 2022-2023 η μέση άνοδος στο σύνολο της χώρας άγγιξε το 5,9% και το 5,3% στην Αττική. Παράλληλα, τα ενοίκια συνεχίζουν να «καλπάζουν», καθώς σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό του μηνός Μαΐου, σημειώθηκε αύξηση κατά 10,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA