Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
20.1 C
Athens

Στεγαστική κρίση με κυβερνητική σφραγίδα – Γιατί η νεοφιλελεύθερη συνταγή δεν θα λύσει το πρόβλημα

Έρευνα του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή «Eteron» καταδεικνύει ότι τα αίτια της βάθυνσης της στεγαστικής κρίσης στην Ελλάδα έχουν «ονοματεπώνυμα» και πηγάζει από τις πολιτικές που ασκούνται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Από τη μηδαμινή αξιοποίηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης για στεγαστική πολιτική, τη μη παρέμβαση για το Airbnb, την άνευ όρων παράδοση των ακινήτων σε ξένους επενδυτές, μέχρι την πλήρη απελευθέρωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας και της μικρής ακίνητης περιουσίας λόγω χρεών, το ινστιτούτο αναλύει τις κυβερνητικές πολιτικές που έχουν οδηγήσει στο ακόλουθο γενικότερο συμπέρασμα.

Όπως τονίζει το ινστιτούτο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί σε υπερθετικό βαθμό το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής. Παρακολουθούμε συστηματικά να μεγαλώνει η ψαλίδα μεταξύ εισοδημάτων και τιμών, να χειροτερεύουν οι στεγαστικές συνθήκες, να αποκλείονται όλο και περισσότερες ομάδες από το αγαθό της κατοικίας, και να αυξάνουν οι ανισότητες.

Επιμένοντας νεοφιλελεύθερα στη στεγαστική πολιτική

«Επιμένοντας νεοφιλελεύθερα», επισημαίνει το ινστιτούτο για τις πολιτικές που ασκεί η κυβέρνηση και -μεταξύ άλλων- υπογραμμίζει ότι το πακέτο πολιτικής που εφαρμόζεται στην χώρα ακολουθεί σε υπερθετικό βαθμό το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής. Η στήριξη της οικοδομικής δραστηριότητας και της μικροϊδιοκτησίας ως βασική έμμεση στεγαστική πολιτική για την κατοικία, μπορεί να λειτούργησε σε προηγούμενες περιόδους, δεν μπορεί να λειτουργήσει το ίδιο σε συνθήκες αυξανόμενης χρηματιστικοποίησης, εμπορευματοποίησης και διεθνοποίησης της αγοράς, παράλληλα με τη συνεχιζόμενη συμπίεση μισθών και εισοδημάτων. Στο πλαίσιο αυτό παρακολουθούμε συστηματικά να μεγαλώνει η ψαλίδα μεταξύ εισοδημάτων και τιμών, να χειροτερεύουν οι στεγαστικές συνθήκες, να αποκλείονται όλο και περισσότερες ομάδες από το αγαθό της κατοικίας, και να αυξάνουν οι ανισότητες.

Ειδικότερα, οι επιδεινούμενες συνθήκες στον ενοικιαζόμενο τομέα, αποτελούν πλέον έναν κρίσιμο δείκτη των στεγαστικών ανισοτήτων. Καθώς η πρόσβαση σε ιδιοκατοίκηση γίνεται πιο άνιση και εξαρτώμενη από το επίπεδο του ατομικού και οικογενειακού πλούτου, αυξάνει η ζήτηση για ενοικιαζόμενη κατοικία και η εξάρτηση -ελλείψει άλλης εναλλακτικής- από το ενοίκιο. Ενώ στον τομέα αυτό συγκεντρώνονται οι πλέον ευάλωτες ομάδες. Δεν μπορεί λοιπόν από την συζήτηση και τις στρατηγικές επιλογές για την στεγαστική πολιτική να απουσιάζει το ζήτημα των ενοικίων και να απορρίπτονται με ευκολία μέτρα ελέγχου και ρύθμισης.

Κοινωνική «ασφυξία»

Παράλληλα, γίνονται όλο και πιο ορατές οι συνέπειες της πλήρους απελευθέρωσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας και της μικρής ακίνητης περιουσίας λόγω χρεών. Η κοινωνικά αδιαφοροποίητη επιλογή μεταβίβασης της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους σε τράπεζες και κερδοσκοπικά funds στο όνομα της ηθικής συμμόρφωσης και κοινωνικής πειθάρχησης, έχει οδηγήσει τα νοικοκυριά σε οικονομική ασφυξία και ψυχική επιβάρυνση, και σε κατάφορα άδικες εξώσεις. Και σε αυτόν τον τομέα, η επιλογή είναι η ανάθεση της κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής για το χρέος ευάλωτων νοικοκυριών σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, με τις απαιτούμενες βεβαίως δημόσιες εγγυήσεις και διασφαλίσεις.

Δυστυχώς η “επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής” συμβαίνει χωρίς να τίθεται επί της ουσίας υπό συζήτηση ο ρόλος των οικιστικών ακινήτων, της κτηματαγοράς και του αστικού χώρου στο κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο ανάπτυξης που προωθείται στην χώρα.

Στον βωμό της κερδοσκοπίας

Η άνοδος των τιμών ενοικίων και κατοικίας θεωρείται υγιές σημάδι για την οικονομική ανάπτυξη, που προβάλλεται με κάθε ευκαιρία για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία επενδυτικών ευκαιριών και στον τομέα της κατοικίας (όπως για παράδειγμα ο τρόπος που θεσμοθετήθηκε η ιδέα της “κοινωνικής αντιπαροχής”). Η διαπίστωση ότι οι τιμές κατοικίας έχουν ανέβει σημαντικά αλλά δεν έχουν φτάσει τα προ κρίσης επίπεδα, αποκρύπτει πρώτον ότι και τότε η αγορά βρισκόταν σε συνθήκες φούσκας με τις τιμές των ακινήτων να έχουν αγγίξει ιστορικά υψηλά οδηγώντας νοικοκυριά σε υπερχρέωση και σε υπερβολική στεγαστική επιβάρυνση, και δεύτερον ότι τα εισοδήματα δεν έχουν ανακάμψει αντίστοιχα.

Συνολικά η ρητορική και οι πολιτικές της κυβέρνησης εξακολουθούν να στοχεύουν στην αύξηση των ξένων -και εγχώριων- επενδύσεων στα ακίνητα. Πράγματι, τα επίδικα είναι μεγάλα όταν τα έσοδα από την κερδοσκοπική δραστηριότητα στα ακίνητα είναι σημαντικά, όμως με τι κόστος και τι μελλοντική προοπτική; Η επιλογή της σύμπραξης με τον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα στην “ελεύθερη” αγορά -δηλαδή χωρίς επερώτηση των όρων συμμετοχής και κερδοσκοπίας του ιδιωτικού κεφαλαίου- για την εφαρμογή της στεγαστικής πολιτικής, πέρα από το μεγάλο κόστος και τη διοχέτευση δημόσιων πόρων στον κατασκευαστικό, επενδυτικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έχει και μεγαλύτερο ρίσκο καθώς τίποτα δεν διασφαλίζει την συνεχή άνοδο και ροή κεφαλαίων, ενώ αντίθετα είναι πολλά τα σημάδια για μια επερχόμενη περίοδο ύφεσης.

Παράλληλα, το ινστιτούτο καταθέτει προτάσεις αλλαγών στη στεγαστική πολιτική έναντι της υφιστάμενων δεδομένων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA