Αυξανόμενα σύννεφα απογοήτευσης σωρεύονται πάνω από τα περίπου τρία εκατομμύρια οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας που εξακολουθούν να αποτελούν την ραχοκοκαλιά της οικονομίας της χώρας, καθώς βρίσκονται σε οριακό σημείο λόγω οικονομικών προβλημάτων όπως το αυξημένο κόστος δανεισμού και το «τέρας» της γραφειοκρατίας. Τα παρατεταμένα προβλήματα δημιουργούν στους ιδιοκτήτες την αίσθηση ότι οι κρίσιμες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες είναι ανέφικτες ή δεν αξίζουν τον κόπο, και ως εκ τούτου προσπαθούν να απαγκιστρωθούν από τις επιχειρήσεις που διευθύνουν.
«Ο αριθμός των μικρών και μεσαίων γερμανικών επιχειρήσεων που βγαίνουν προς πώληση έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια» δήλωσε στο Bloomberg ο Jens Krane, επικεφαλής συγχωνεύσεων και εξαγορών της Commerzbank AG, η οποία ειδικεύεται στις Mittelstand, ή αλλιώς στις οικογενειακές επιχειρήσεις της χώρας. Αφού η πανδημία και η ενεργειακή κρίση έσπρωξαν πολλούς μικρούς επιχειρηματίες στα άκρα, «ο συνδυασμός νέων κανονισμών και η ανάγκη να επενδύσουν σημαντικά στον μετασχηματισμό δημιούργησε σε πολλούς επιχειρηματίες το αίσθημα του “φτάνει πια”».
Η μεγάλη αλλαγή
Οι Mittelstand της Γερμανίας έχουν καταστεί παγκοσμίως γνωστές καθώς πρόκειται για πολλές εξαιρετικά εξειδικευμένες επιχειρήσεις που είναι διασκορπισμένες σε όλη τη χώρα και συχνά χαρακτηρίζονται ως κρυφοί πρωταθλητές. Παραδοσιακά οι ιδιοκτήτες προτιμούσαν να μεταβιβάζουν τις εταιρείες τους εντός της οικογένειας και εξέταζαν το ενδεχόμενο πώλησης μόνο αν ήταν απαραίτητο.
Ωστόσο πλέον έχει συντελεστεί μια αλλαγή: Ο Burc Hesse, εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Latham Watkins, δήλωσε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πλέον πιο ανοικτές σε προσφορές από επενδυτές όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
«Αυτό που ακούμε συνεχώς από τους Γερμανούς ιδρυτές και ιδιοκτήτες είναι ότι η πολυπλοκότητα της λειτουργίας μιας επιχείρησης είναι μεγαλύτερη από ποτέ», δήλωσε ο Hesse. «Η τιμή γίνεται όλο και λιγότερο σημαντική όταν πουλάτε την εταιρεία σας».
Οι συνθήκες έχουν γίνει ακόμη πιο δύσκολες αφότου το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας διέταξε πέρυσι τον κυβερνητικό συνασπισμό να σταματήσει την υπερβολική χρηματοδότηση εκτός προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση έπρεπε να περιορίσει τις δαπάνες, γεγονός που περιόρισε επίσης ορισμένα κεφάλαια για τις επιχειρήσεις που ήδη αγωνίζονταν με το υψηλότερο κόστος ενέργειας.
Πωλούν τις εταιρείες τους
Σε ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα, η οικογένεια Viessman με έδρα τη Φρανκφούρτη πούλησε πέρυσι τον ομώνυμο κατασκευαστή αντλιών θερμότητας στην αμερικανική εταιρεία Carrier σε μια συμφωνία με μετρητά και μετοχές αξίας 12 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η πώληση προκάλεσε κατακραυγή στην εταιρική κοινότητα της Γερμανίας, αλλά η κίνηση αυτή ήταν απαραίτητη «για να οικοδομήσουμε έναν παγκόσμιο, μελλοντικό πρωταθλητή του κλίματος με μεγαλύτερο βιομηχανικό μέγεθος και κλίμακα», είχε δηλώσει τότε ο διευθύνων σύμβουλος Max Viessmann.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, ο κληρονόμος της εταιρείας έγινε ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους της Carrier Global και εντάχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας Palm Beach Gardens, στη Φλόριντα. Ο Viessmann χρησιμοποιεί μέρος των εσόδων του για να ασχοληθεί με τις επενδύσεις και σχεδιάζει να επεκτείνει τις δραστηριότητες του οικογενειακού του γραφείου.
Διαρκείς προκλήσεις
Η υπερβολική γραφειοκρατία, ένα μόνιμο παράπονο στη Γερμανία, είναι ένα άλλο εμπόδιο που οι ιδιοκτήτες λένε ότι προσθέτει ένα στρώμα πολυπλοκότητας και αποσπά την προσοχή από τις καθημερινές λειτουργίες. Η Γερμανία εισήγαγε πέρυσι, για παράδειγμα, έναν νόμο που απαιτεί από τις εταιρείες με περισσότερους από 50 υπαλλήλους να δημιουργήσουν ένα ανώνυμο σύστημα καταγγελιών που μπορεί να κοστίσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Η γερμανική κυβέρνηση ανακτά επίσης τα κεφάλαια διάσωσης της εποχής της πανδημίας, δημιουργώντας πρόσθετους πονοκεφάλους για ορισμένες εταιρείες. «Η χώρα ασφυκτιά από την υπερβολική γραφειοκρατία που διαπερνά όλους τους τομείς της ζωής», λένε οι επιχειρηματίες.
Μια άλλη πρόκληση για τους ιδιοκτήτες των οικογενειακών επιχειρήσεων της Γερμανίας, πολλοί από τους οποίους ανήκουν στη γενιά των boomers που βοήθησε στην ανοικοδόμηση της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι το θέμα της διαδοχής. «Η νοοτροπία των κληρονόμων έχει αλλάξει και όλο και λιγότεροι κληρονόμοι εταιρειών είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη του διευθύνοντος συμβούλου [στην εταιρεία] των γονέων τους» δήλωσε ο Jan-Philipp Pfander, εταίρος στην Proventis Partners, μια μπουτίκ εταιρικής χρηματοδότησης που συμβουλεύει σε θέματα πώλησης για οικογενειακές εταιρείες στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία.
Περίπου 125.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα μεταβιβάζονται σε νέους ιδιοκτήτες κάθε χρόνο μέχρι το 2027 και σχεδόν τα τρία τέταρτα από αυτές θεωρούν τη διαδοχή ως πρόβλημα, σύμφωνα με πρόσφατο σημείωμά της γερμανικής αναπτυξιακής τράπεζας KfW.
Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει ορισμένους επιχειρηματίες να πάρουν την απόφαση να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ. Αν η τάση αυτή γενικεφθεί, ίσως σύντομα φτάσουμε σε ένα μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου δεκάδες προϊόντα θα έχουν εφευρεθεί στη Γερμανία, αλλά θα κατασκευάζονται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Πηγή: ΟΤ