«Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε», λένε οι Βρυξέλλες για την εμπορική συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ, την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασε ως νίκη και επιβεβαίωση της ορθότητας της γραμμής «απειλώ και αναγκάζω σε υποχώρηση».
Η συμφωνία καθορίζει δασμό 15% στα περισσότερα εισαγόμενα αγαθά από την ΕΕ, και περιλαμβάνει δεσμεύσεις της Ένωσης για επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στην οικονομία των ΗΠΑ.
Η Ευρώπη απέφυγε έτσι τον δασμό του 30% με τον οποίο είχε απειλήσει την Ένωση ο Τραμπ, αλλά απέχει πολύ από τον στόχο που η ίδια είχε θέσει για μηδενικούς δασμούς. Παράλληλα ο δασμός του 15% παραμένει πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο περίπου 1,2% που ίσχυε πριν από τη δεύτερη θητεία του Τραμπ.
Πέρυσι η ΕΕ δαπάνησε 375 δισ. ευρώ για εισαγωγές ενέργειας, εκ των οποίων τα 76 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι το μπλοκ θα πρέπει να τριπλασιάσει τις αμερικανικές εισαγωγές του κατά τα επόμενα τρία χρόνια
Η ΕΕ συμφώνησε να αγοράσει προϊόντα ενέργειας τα επόμενα τρία χρόνια από τις ΗΠΑ αξίας 750 δισ. δολαρίων και δεσμεύτηκε να επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων και σε αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού. Οι υποσχέσεις που ξεπερνούν το 1 τρισ. έπαιξαν ρόλο στο να υπάρξει εν τέλει συμφωνία και να αποφευχθεί προς το παρόν ένας εμπορικός πόλεμος, αλλά το ερώτημα είναι τι κερδίζει – ή πόσα χάνει- η Ευρώπη από ένα τέτοιο ντιλ.
Σκεπτικισμός και απογοήτευση
«Σταθερότητα και προβλεψιμότητα» για τις επιχειρήσεις είναι τα οφέλη της συμφωνίας σύμφωνα με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς πλέον μετά την αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών υπάρχει ένα καθορισμένο πλαίσιο.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, δεν φαίνεται να συμμερίζεται τη συγκρατημένη αισιοδοξία των Βρυξελλών καθώς έκανε λόγο για «υποταγή» και για «μαύρη ημέρα για τη συμμαχία των ελεύθερων ανθρώπων».
Ο Γερμανός καγκελάριος από την άλλη, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς, χαιρέτησε την επίτευξη της συμφωνίας που κατάφερε – όπως είπε – να γλυτώσει την οικονομία της χώρας του από τα χειρότερα. Και αυτός όμως παραδέχτηκε ότι οι νέοι δασμοί θα προκαλέσουν «σημαντική ζημιά» στη γερμανική οικονομία, όπως και στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική.
«Όχι μόνο θα υπάρξει υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού, αλλά θα επηρεάσει και το διατλαντικό εμπόριο συνολικά», δήλωσε. «Αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει. Αλλά ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούσε να επιτευχθεί στη δεδομένη κατάσταση».
Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες ωστόσο δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τη βιωσιμότητά τους, ανακοινώνουν ζημιές, και αφήνουν να εννοηθεί ότι θα χρειαστούν κρατική αρωγή για να ανταπεξέλθουν.
Ο άπιαστος στόχος των 750 δισ.
Έντονος σκεπτικισμός επικρατεί επίσης και για την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ αν και το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η δέσμευση για 750 δισ. την επόμενη τριετία είναι ανεφάρμοστη.
Αυτό σημαίνει 250 δισ. κάθε χρόνο σε νέες αγορές ενέργειας, οι οποίες σύμφωνα με την επικεφαλής της Κομισιόν θα βοηθήσουν να τερματιστεί η όποια εξάρτηση της ΕΕ από τις ρωσικές εισαγωγές.
Πέρυσι η ΕΕ δαπάνησε 375 δισ. ευρώ για εισαγωγές ενέργειας, εκ των οποίων τα 76 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι το μπλοκ θα πρέπει να τριπλασιάσει τις αμερικανικές εισαγωγές του κατά τα επόμενα τρία χρόνια, αποφεύγοντας άλλους παρόχους όπως π.χ. η Νορβηγία, η οποία εξασφαλίζει φθηνότερο φυσικό αέριο μέσω αγωγού.
«Ούτε η αφαίρεση της ρωσικής ενέργειας από την εξίσωση θα έκανε μεγάλη διαφορά, καθώς η ΕΕ δαπάνησε μόλις 23 δισ. ευρώ για αγορά ενέργειας από τη Ρωσία πέρυσι», είπε η εμπειρογνώμονας σε θέματα φυσικού αερίου Laura Page, ανώτερη αναλύτρια στην εταιρεία εμπορευμάτων Kpler, στο Politico.
Οι ΗΠΑ από την άλλη πέρυσι εξήγαγαν μόνο 166 δισ. δολάρια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, εξηγεί η Page, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να εκτρέψουν όλες τις εξαγωγές τους προς την ΕΕ.
Αυτό «απλά δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί», είπε, ειδικά καθώς οι αμερικανικές εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου δεν είναι συνδεδεμένες με έναν μόνο προορισμό.
Προστατευτισμός σε νεοφιλελεύθερο περιβάλλον
Αυτή δεν είναι η μόνη τεχνική δυσκολία. Η ΕΕ αγοράζει σήμερα το 12% του πετρελαίου και των καυσίμων της από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Homayoun Falakshahi, επικεφαλής της ανάλυσης αργού πετρελαίου στην Kpler. Το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να αυξηθεί στο ανώτατο όριο του 14%, δεδομένου ότι τα διυλιστήρια της ΕΕ μπορούν να διαχειριστούν μόνο περιορισμένα μερίδια του συγκεκριμένου μείγματος πετρελαίου της Αμερικής. «Πρόκειται πραγματικά για μια φαντασίωση», δήλωσε ο ίδιος.
Ένας άλλος παράγοντας είναι πώς οι Βρυξέλλες θα διευκολύνουν αυτές τις αγορές, δεδομένου ότι η ΕΕ δεν είναι εταιρεία.
«Θα αναγκάσουν τις εταιρείες της ΕΕ να αγοράζουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τις ΗΠΑ;», διερωτάται ένας ειδικός σε θέματα αερίου σε ένα μεγάλο οίκο εμπορίας ενέργειας.
«Εάν υπάρχει μια εμπορική λογική πίσω από αυτό, οι εταιρείες θα το κάνουν – διαφορετικά είναι προφανώς μόνο λόγια», πρόσθεσε ο ίδιος αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να δώσει τα κατάλληλα κίνητρα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το πού θα αποφασίσει να διαθέσει πόρους.
Η Ρωσία δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και υπενθύμισε στην ΕΕ ότι οι εμπορικές συμφωνίες που είχε με τη Μόσχα πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν πολύ πιο συμφέρουσες. Το ντιλ με τις ΗΠΑ αποτελεί «πολύ σκληρό πλήγμα για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και θα οδηγήσει στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης» είπε χαρακτηριστικά ο Σεργκέι Λαβρόφ, στον απόηχο της αυξανόμενης «γκρίνιας» των Ευρωπαίων.
Και για τις επενδύσεις των 600 δισ. στην αμερικανική οικονομία ο σκεπτικισμός είναι ανάλογος καθώς είναι εις βάρος των επενδύσεων εντός της Ευρώπης. Το ποσό θα προέλθει από ιδιωτικές εταιρείες και όχι από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, αλλά το ποιος θα εγγυηθεί για αυτό είναι επίσης ένα ανοιχτό ζήτημα.
«Η ΕΕ δεν είναι Κίνα, σωστά; Έτσι κανείς δεν μπορεί να πει στις ιδιωτικές εταιρείες πόσα θα επενδύσουν στις ΗΠΑ» δήλωσε στο Politico ο Nils Redeker από τη δεξαμενή σκέψης Jacques Delors Centre.
Αντιδράσεις από συνδικάτα
Και ενώ όλοι συμφωνούν ότι η ΕΕ δεν φαίνεται να κερδίζει τίποτα από αυτή τη συμφωνία εκτός από την αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου – για το οποίο όμως δεν φρόντισε να αναπτύξει οποιαδήποτε στρατηγική τους τελευταίους μήνες- τα ευρωπαϊκά συνδικάτα προειδοποιούν για αρνητικό αντίκτυπο στους μισθούς των εργαζομένων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ασύμμετρη συμφωνία υπέρ των ΗΠΑ, υπογραμμίζει η ΕTUC (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων). Δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξάγουν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια σε χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και επαγγελματικές υπηρεσίες προς την ΕΕ, ενώ το πλαίσιο αυτό δεν επιχειρεί να εξισορροπήσει τη σχέση αυτή ή να εξασφαλίσει προστασία για τους εργαζομένους του τομέα των υπηρεσιών στην Ευρώπη.
«Τα όργανα της ΕΕ δεν μπορούν να αναγκάσουν τους εργαζόμενους να πληρώσουν για την αδυναμία τους να αντισταθούν στον Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε η γενική γραμματέας της ΕTUC Έστερ Λιντς.
Η ίδια τόνισε ότι η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ, θέτει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προ των ευθυνών της. Η Κομισιόν, οφείλει να θεσπίσει συνοδευτικά – αντισταθμιστικά μέτρα που θα προστατεύουν τους εργαζόμενους από τους δασμούς που έχει υπογράψει.
Η Κομισιόν τώρα πρέπει να πείσει τους ευρωπαίους ηγέτες και το ευρωκοινοβούλιο προκειμένου η συμφωνία να αποκτήσει ισχύ, καθώς η εξουσιοδότηση στο πρόσωπό της αφορούσε μόνο το κομμάτι των διαπραγματεύσεων.
Ο δρόμος είναι μακρύς καθώς πέρα από τις γενικές διατυπώσεις της συμφωνίας που έγιναν γνωστές, άπαντες περιμένουν το τελικό σχέδιο που θα ρίχνει φως στα πολλά «γκρίζα» σημεία.
Με πληροφορίες από Politico, CNN, Guardian