Έντονος προβληματισμός επικρατεί και στην Ελλάδα σε σχέση με το πότε θα επιτευχθεί συμφωνία για το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Οι αντεγκλήσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας συνεχίζουν να υφίστανται, παρά τα όποια βήματα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της σύγκλισης των δύο πλευρών. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διχασμένη στο ζήτημα αυτό, με τον Νότο να επιζητά μεγαλύτερη ευελιξία και τον Βορρά το αντίθετο.
Οι προβλέψεις
Η αρχική πρόταση της Κομισιόν δίνει τη δυνατότητα σε κάθε χώρα να διαμορφώνει το δημοσιονομικό της πρόγραμμα, με βάση τις ιδιαιτερότητές της, υπό την προϋπόθεση ότι το χρέος της υποχωρεί με βιώσιμο τρόπο. Ουσιαστικά, η ίδια ΕΕ αξιολογεί αυτά τα προγράμματα, με βάση τις προβλέψεις της. Η Γερμανία εξαρχής δεν συμφώνησε με τη χαλαρή αυτή προσέγγιση, θεωρώντας την επικίνδυνη και προκρίνοντας οριζόντιους κανόνες μείωσης χρέους κατά 1% τουλάχιστον ετησίως και δημιουργία δικλείδων ασφαλείας, ώστε να αντιμετωπίζονται ενδεχόμενες απρόβλεπτες καταστάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ισπανική προεδρία υπέβαλε συμβιβαστική πρόταση, με ονομαστικούς στόχους μείωσης. Ωστόσο, ενώ διαφαινόταν προοπτική να συγκαλέσει η Ισπανίδα υπουργός Οικονομικών Νάντια Καλβίνιο έκτακτο Ecofin στις 23 Νοεμβρίου, ώστε να προχωρήσει η διαπραγμάτευση και να κλείσει συμφωνία στο τελευταίο Ecofin του χρόνου, στις 8 Δεκεμβρίου, αυτό δεν έγινε.
Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου
Τα πράγματα φαίνεται να περιπλέκει η πρόσφατη απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που απαγόρευσε τη μεταφορά 60 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα κονδύλια της χώρας για την πανδημία σε πράσινες επενδύσεις.
Η απόφαση έχει βάλει τη χώρα σε δημοσιονομική περιδίνηση, υποχρεώνοντας τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ να ανακοινώσει την κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το 2023, παραβιάζοντας για έναν ακόμη χρόνο το «φρένο χρέους».
Ως εκ τούτου, θεωρείται δύσκολο μια χώρα να επιβάλει σκληρότερους κανόνες στον εαυτό της, αλλά να παρουσιαστεί «χαλαρότερη» για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το «παράθυρο» είναι ακόμη ανοιχτό ως προς το αν θα υπάρξει συμφωνία για το νέο Σύμφωνο στις 8 Δεκεμβρίου. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εξελίξεις θα αναμένονται από τη νέα χρονιά.
Οι συνέπειες για την Ελλάδα
Όπως είναι προφανές, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν άμεσα και την Ελλάδα. Η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι το νέο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας που περιλαμβάνουν οι αρχικές προαναφερόμενες προτάσεις της Κομισιόν. Ο ελληνικός προϋπολογισμός του 2024 καλύπτει προς το παρόν και τους παλιούς κανόνες, αφού το έλλειμμα θα είναι μόλις 1,1% του ΑΕΠ (όριο το 3% του ΑΕΠ), ενώ θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, το παραπάνω δε θεωρείται δεδομένο για τα επόμενα χρόνια, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι το τέλος του 2023 και παραμείνουν οι κανόνες του παλιού Συμφώνου Σταθερότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απαιτούνται συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ σε σταθερή βάση, κάτι που μπορεί να καταστεί ιδιαιτέρως προβληματικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα, υπάρχουν και άλλα βασικά ζητήματα, όπως το δημόσιο χρέος. Παρότι αναμένεται να μειωθεί από το 172,6% το 2022 σε 160,3% το 2023 και 152,3% του ΑΕΠ το 2024, η κυβέρνηση δεν συμφωνεί με τη γερμανική πρόταση για μείωση κατά 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, καθώς θεωρεί ότι σε περίπτωση χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης, θα υπάρξουν αρνητικές αυνέπειες.
Τα θέματα Άμυνας
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση έχει ζητήσει και δια στόματος του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη ειδική διαχείριση για όσες χώρες έχουν υψηλές αμυντικές δαπάνες.
Πάντως, μία χώρα που επενδύει σε διασυνοριακά αμυντικά προγράμματα της Ε.Ε. θα μπορεί να εξασφαλίζει περισσότερο χρόνο για να μειώσει το δημόσιο χρέος της με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., ανέφερε πρόσφατα η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες τελούν υπό επανεξέταση και μία τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα βήμα ακόμη πιο πέρα από αυτό που έχουν συμφωνήσει μέχρι στιγμής οι κυβερνήσεις. Με βάση τις ισχύουσες συζητήσεις, οι χώρες μέλη θέλουν να δηλώνονται οι δαπάνες για την άμυνα ως «σχετικός παράγοντας» όταν η Κομισιόν εξετάζει εάν το έλλεμμα του προϋπολογισμού είναι εντός των ορίων της Ε.Ε..
Στο ετήσιο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, η πρόεδρος της Κομισιόν ανέφερε ότι εάν υιοθετηθεί μία τέτοια πρόβλεψη στους δημοσιονομικούς κανόνες, αυτό θα αποτελούσε σημαντική αλλαγή για την αμυντική και βιομηχανική πολιτική των 27 χωρών μελών.
«Στο Συμβούλιο υπάρχει τώρα ευρεία συναίνεση να δηλώνονται οι αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες ως «σχετικός παράγοντας» στον υπολογισμό του ελλείμματος. Υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω στοχευμένες προσαρμογές ούτως ώστε να διευκολυνθεί η απαιτούμενη βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες μέλη που αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες», είπε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Οι επενδύσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των χωρών μελών και αυτό θα μπορούσε να δώσει ώθηση σε συγκεκριμένα κίνητρα για διασυνοριακά προγράμματα, συμπλήρωσε.
Η παράμετρος της Κλιματικής Κρίσης
Σε κάθε περίπτωση, μερίδα οικονομολόγων προειδοποιεί ότι παρά τον μεταρρυθμιστικό ζήλο των Βρυξελλών, οι μελλοντικοί κανόνες για το χρέος της Ευρώπης αγνοούν έναν «τεράστιο ελέφαντα στο δωμάτιο»: την κλιματική αλλαγή.
Η αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης μπορεί να απαιτήσει από την ΕΕ να επενδύει 620 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα ετησίως έως το 2030, ή σχεδόν το 4% του περσινού ετήσιου ΑΕΠ της. Πανευρωπαϊκά χρήματα μετά την πανδημία και άλλα κοινά δημόσια ταμεία που ανέρχονται σε περίπου 1% του ΑΕΠ θα βοηθήσουν στην πληρωμή ορισμένων πράσινων επενδύσεων. Ωστόσο, αυτοί οι πόροι θα εξαντληθούν μετά το 2026. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ προσπαθούν να ενισχύσουν τις ισχυρές πράσινες βιομηχανίες τους με φορολογικές εκπτώσεις και επιδοτήσεις για μια δεκαετία.
Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί το επικείμενο δίλημμα του χρέους είναι να επεκτείνει η ΕΕ την αναστολή του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων για να επιτρέψει στα μεμονωμένα έθνη να προσφέρουν κίνητρα για πράσινες και στρατηγικές βιομηχανίες. Όμως, χώρες με λίγα δημοσιονομικά περιθώρια, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία, θα δυσκολευτούν να το κάνουν αποτελεσματικά.
Η Γερμανία, με χρέος μόλις στο 66% του ΑΕΠ, έχει υποσχεθεί σχεδόν 14 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις στις εταιρείες κατασκευής τσιπ Intel (INTC.O) και TSMC (2330,TW). Ωστόσο, η προαναφερόμενη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου μπορεί να ανατρέψει το σχέδιο του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς για ένα πράσινο μεταβατικό ταμείο 60 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μια άλλη επιλογή είναι να αφαιρεθούν οι πράσινες επενδύσεις από τους κανόνες υπολογισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Πηγή: ΟΤ