Έντονο προβληματισμό εκφράζει ο επιχειρηματικός κόσμος αναφορικά με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η Ελληνική οικονομία. Οι εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο, οι επιχειρήσεις καταβάλλουν ολοένα υψηλότερο κόστος εργασίας, όμως η παραγωγή και η ανταγωνιστικότητα παραμένουν στάσιμες.
Τα στοιχεία της Eurostat, για το κόστος εργασίας είναι αποκαλυπτικά. Σε ετήσια βάση αυξήθηκε κατά 9,7%, έναντι 3,6 % στην Ευρωζώνη. Οι δαπάνες εργασίας ανέρχονται σε 111 μονάδες, επίπεδο υψηλότερο από τις περισσότερες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αντιστοιχεί μόλις στο 65 % του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το αποτέλεσμα είναι ότι το εργοδοτικό βάρος αυξάνεται ταχύτερα απ’ ό,τι η αποδοτικότητα, περιορίζοντας τα περιθώρια για επενδύσεις.
Οι Έλληνες εργάζονται περίπου 1.940 ώρες ετησίως, έναντι 1.520 στην ΕΕ-27. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή ανά ώρα εργασίας παραμένει σχεδόν 40 % χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το φαινόμενο αποδίδεται σε μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως είναι ο χαμηλός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, η περιορισμένη εξειδικευμένη κατάρτιση, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και η μεγάλη εξάρτηση από κλάδους που εξαρτώνται από την εποχικότητα , όπως ο τουρισμός και το λιανεμπόριο.
Τα στοιχεία των σχετικών ερευνών αποκαλύπτουν ότι η υψηλή ένταση εργασίας στην Ελλάδα συνοδεύεται από χαμηλή αποτελεσματικότητα. Η Έρευνα Συνθηκών Εργασίας της Eurofound επισημαίνει ότι σημαντικό μέρος του χρόνου χάνεται σε διοικητικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες, σε μη αυτοματοποιημένες λειτουργίες και επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν πάνω από το 90 % της αγοράς, συχνά δεν διαθέτουν κεφάλαια ή τεχνογνωσία για να επενδύσουν σε παραγωγικό εξοπλισμό και ψηφιακές λύσεις.
Οι επενδύσεις σε έρευνα και νέες τεχνολογίες αντιστοιχούν μόλις στο 1,4% του ΑΕΠ, έναντι 2,3% στην Ευρώπη
Η στασιμότητα αυτή περιορίζει τις προοπτικές «ποιοτικής αύξησης» μισθών. Αν και ο μέσος μισθός προσεγγίζει μικτά τα 1.380 ευρώ μηνιαίως και ο κατώτατος έχει αυξηθεί στα 880 ευρώ μικτά, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων παραμένει χαμηλή λόγω παρατεταμένης ακρίβειας και υψηλού κόστους διαβίωσης. Στην πράξη, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι μια χώρα χαμηλών αμοιβών αλλά ακριβής εργασίας.
Το βάρος στις επιχειρήσεις
Η αύξηση του κόστους εργασίας δεν προέρχεται μόνο από τους μισθούς. Το μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές, φορολογία και υποχρεωτικές επιβαρύνσεις) παραμένει από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι στην Ελλάδα η συνολική φορολογική επιβάρυνση εργασίας, φτάνει το 39%.
Για τις επιχειρήσεις, το βάρος αυτό είναι δυσανάλογο σε σχέση με την παραγωγικότητα που αποδίδει. Η κατάσταση επιτείνεται από τις υψηλές τιμές ενέργειας, που παραμένουν 30% – 40% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο το κόστος παραγωγής, αλλά και η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι μόλις 1 στις 10 ΜμΕ έχει πλήρη πρόσβαση σε τραπεζική πίστωση.
Η εικόνα αυτή μεταφράζεται σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η οποία αποτυπώνεται στον δείκτη του World Economic Forum, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 22η θέση στην ΕΕ. Μεταξύ των άλλων οι μεγαλύτερες αδυναμίες είναι η λειτουργία των θεσμών, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, γεγονός που επισήμανε μιλώντας στο ΟΤ FORUM ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος. Ο κ. Θεοδωρόπουλος τόνισε ότι «η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που πρέπει να γίνει είναι στη Δικαιοσύνη», διευκρινίζοντας πως «τα κεφάλαια είναι συντηρητικοί και φοβισμένοι οργανισμοί κι αν η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να τους προστατεύσει, απλά δεν θα επενδύσουν».
Υστέρηση ωστόσο υπάρχει και στην καινοτομία. Οι επενδύσεις σε έρευνα και νέες τεχνολογίες αντιστοιχούν μόλις στο 1,4% του ΑΕΠ, έναντι 2,3% στην Ευρώπη, γεγονός που περιορίζει την τεχνολογική ανανέωση των επιχειρήσεων και την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους. Είναι ενδεικτικό ότι ο Βασίλης Φουρλής, βασικός μέτοχος και πρόεδρος του Fourlis Group, μιλώντας στο OT Forum εξέπεμψε σήμα κινδύνου. «Όσοι δεν ασχολούνται με την τεχνολογία, δεν έχουν μέλλον σε οτιδήποτε και να κάνουν. Δεν είναι όμως όπως την ξέραμε μέχρι τώρα – είναι μέρος της καθημερινής σκέψης».
Μοντέλο χαμηλής απόδοσης
Το Ταμείο Ανάκαμψης έδωσε ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις, αλλά το όφελος δεν μεταφράστηκε ακόμα σε ευρεία αύξηση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ακόμα υπάρχει μακρύς δρόμος μέχρι να καλυφθεί το κενό.
Υπό αυτές τις συνθήκες το κόστος παραγωγής αυξάνεται και συμπαρασύρουν σε νέα αύξηση τις τιμές. Ωστόσο, οι απολαβές των εργαζομένων δεν βελτιώνονται με ουσιαστικό τρόπο. Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο μοντέλα – το παλιό, της χαμηλής παραγωγικότητας και των φθηνών υπηρεσιών, και το νέο, που προϋποθέτει ψηφιακό εκσυγχρονισμό, επενδύσεις στην καινοτομία και θεσμική σταθερότητα.
Μπορεί να αλλάξει η εξίσωση;
Το ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα θα συνεχίσει να αυξάνει τους μισθούς, αλλά αν θα μπορέσει να το κάνει χωρίς να επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα. Η πρόκληση είναι να ευθυγραμμιστεί το κόστος με την παραγωγικότητα, προκειμένου να προκύψει ανάπτυξη που βασίζεται στην αξία και όχι στην ένταση της εργασίας.
Η εμπειρία άλλων χωρών του Νότου, όπως η Πορτογαλία, δείχνει ότι η επένδυση στην εκπαίδευση, στην καινοτομία και στην αναβάθμιση των ΜμΕ μπορεί να μετατρέψει το αυξημένο κόστος σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Για την Ελλάδα, αυτό προϋποθέτει συνδυασμό θεσμικών αλλαγών, ψηφιακής προσαρμογής και πρόσβασης σε χρηματοδότηση. “Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η προσαρμογή, αλλά η επανατοποθέτηση: πώς μπορεί μια επιχείρηση να μετατρέψει την αβεβαιότητα σε καινοτομία και την τεχνολογία σε εργαλείο βιωσιμότητας”, όπως τόνισε ο Ανδρέας Αθανασόπουλος, Εκτελεστικό Μέλος ΔΣ και CEO της Olympia Group, στο φετινό OT Forum.
Πηγή: ot.gr
