Πριν λίγες μέρες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποστήριξε με σιγουριά ότι «σε περίπου έναν χρόνο από τώρα θα έχουμε τόσα πολλά κρίσιμα ορυκτά και σπάνιες γαίες που δεν θα ξέρετε τι να τα κάνετε» προσθέτοντας μάλιστα ότι θα κοστίζουν μόλις 2 δολάρια. Πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο, σε περίπτωση που στραβώσουν ξανά οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας;
Την δήλωση αυτή την έκανε ο Τραμπ, στο πλαίσιο συμφωνίας ύψους 8,5 δισ. δολαρίων με την Αυστραλία, στις 20 Οκτωβρίου, για να αντιμετωπιστούν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι λόγω των κινεζικών ενεργειών περιορισμού εξαγωγών σπάνιων γαιών.
Η πάντα υπαρκτή απειλή της Κίνας για ελέγχους στις εξαγωγές ορυκτών σπανίων γαιών έχει θέσει ήδη σε συναγερμό γνώριμους φόβους στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και αλλού σχετικά με τις ευπάθειες των αλυσίδων εφοδιασμού, τις τεχνολογικές εξαρτήσεις και τον γεωπολιτικό κίνδυνο.
Αν και λίγες μέρες μετά από εκείνη την ανακοίνωση, στις 26 Οκτωβρίου ΗΠΑ και Κίνα συμφώνησαν η δεύτερη να αναβάλει την απειλή της για περιορισμό των εξαγωγών σπάνιων γαιών και οι ΗΠΑ να μην επιβάλουν δασμό 100% σε κινέζικα προϊόντα, οι φόβοι πάντα θα υπάρχουν.
Εκτός πραγματικότητας
Σύμφωνα όμως με τον ανώτερο ερευνητή στο Κέντρο Περιβάλλοντος και Κοινωνίας της δεξαμενής σκέψης Chatham House, Πάτρικ Σρέντερ, οι ισχυρισμοί του Αμερικανού προέδρου απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Καταρχάς, θα χρειαστούν χρόνια – ακόμη και έως μια δεκαετία- για να αναπτυχθεί επαρκής προσφορά, λέει ο Σρέντερ σε ανάλυσή του στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy. Στην πραγματικότητα, λέει, αντί να φτηνύνουν οι σπάνιες γαίες ακριβαίνουν, καθώς οι χώρες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού.
«Η δημιουργία νέων ορυχείων, διυλιστηρίων και μονάδων επεξεργασίας σε περιοχές όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη συνεπάγεται πολύ υψηλότερες κεφαλαιακές δαπάνες, αυστηρότερους περιβαλλοντικούς κανόνες και ακριβότερες εισροές σε εργασία και ενέργεια».
Έργα που κάποτε ήταν μη βιώσιμα λόγω των χαμηλών κινεζικών τιμών, αναβιώνονται, αλλά ο ειδικός τονίζει ότι τα οικονομικά τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κρατικές επιδοτήσεις, εγγυημένες συμφωνίες απορρόφησης παραγωγής (offtake contracts) ή ζήτηση που σχετίζεται με την άμυνα.
«Το αποτέλεσμα είναι ένα διαρθρωτικό «πάτωμα» τιμών που ανεβαίνει, όχι που πέφτει. Αυτό σημαίνει ότι η διαφοροποίηση προσθέτει ασφάλεια και ανθεκτικότητα, όχι φθηνότερη τιμή» σημειώνει.
Υπάρχουν ήδη σαφείς ενδείξεις ότι οι τιμές αυξάνονται και ότι υπάρχει προθυμία πληρωμής του υψηλότερου κόστους για ασφαλή προμήθεια. Για παράδειγμα, τον Ιούλιο το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ προέβη σε ένα εξαιρετικό βήμα υπογράφοντας δεκαετή συμφωνία απορρόφησης με την αμερικανική MP Materials, που εγγυάται κατώτατη τιμή 110 δολαρίων ανά κιλό για οξείδιο νεοδυμίου-πρασεοδυμίου, υλικό απαραίτητο για την κατασκευή μονίμων μαγνητών. Αυτό ήταν σχεδόν το διπλάσιο της κινεζικής τιμής αγοράς, περίπου 60 δολ./κιλό εκείνη την περίοδο.
Μα 2 ευρώ το κιλό;
Στη συνέχεια ο αναλυτής τονίζει ότι η προβολή από τον Τραμπ μιας μελλοντικής τιμής μόλις 2 δολαρίων (ανά κιλό) θα ήταν επίσης εξαιρετικά προβληματική από την πλευρά τόσο των επενδυτών όσο και των κυβερνήσεων που χρηματοδοτούν νέες μεταλλευτικές συμβάσεις με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.
Για να στηθούν νέες, μη κινεζικές αλυσίδες (ορυχεία, διυλιστήρια, εργοστάσια μαγνητών) το πλήρες κόστος είναι υψηλό, λόγω ακριβότερης ενέργειας, εργασίας, αυστηρών περιβαλλοντικών κανόνων και μεγάλο αρχικό κεφάλαιο.
«Θα καθιστούσε αδύνατη την ανάκτηση των επενδύσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη και λειτουργία νέων έργων εξόρυξης και διύλισης, υπονομεύοντας ουσιαστικά τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα κάθε μη κινεζικής αλυσίδας εφοδιασμού» υπογραμμίζει ο Σρέντερ.
Πρόσφατο παράδειγμα ήταν το 2023, όταν η ιαπωνική κυβέρνηση -μέσω του Οργανισμού JOGMEC- απέκτησε δικαίωμα στο 65% του όγκου παραγωγής στην Αυστραλία. Επένδυσε περίπου 131 εκατ. δολάρια ΗΠΑ στη Lynas Rare Earths για να στηρίξει έργα αύξησης της παραγωγής της. Αυτή η κίνηση βοήθησε την Ιαπωνία να διαφοροποιήσει την προμήθειά της μακριά από την Κίνα, αλλά με υψηλότερο κόστος.
Η καθαρότητα κοστίζει
Πράγματι, πέρα από αυτό που ουσιαστικά συνιστά γεωπολιτικό «καπέλο» που κυβερνήσεις και βιομηχανικοί αγοραστές είναι ολοένα και περισσότερο διατεθειμένοι να πληρώσουν, οι μελλοντικές τιμές των σπανίων γαιών θα πρέπει να συνυπολογίζουν το κόστος αξιόπιστης, διαφανούς και περιβαλλοντικά υπεύθυνης παραγωγής.
Μέχρι τώρα, το πραγματικό κόστος της ρύπανσης για το περιβάλλον και την υγεία απλώς εξωτερικευόταν, επιβαρύνοντας ιστορικά τις τοπικές κοινωνίες αντί να ενσωματώνεται στην τιμή των υλικών ή των προϊόντων σπανίων γαιών. Η Κίνα παρήγατε φτηνά στην επικράτειά της δίχως περιβαλλοντικά κριτήρια καταστρέφοντας τις περιοχές εξόρυξης για χάρη του κέρδους.
Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει ο Σρέντερ τα αυστηρά περιβαλλοντικά και εργασιακά πρότυπα στις χώρες του ΟΟΣΑ δημιούργησαν ένα «περιβαλλοντικό κόστος-κενό», που αποτέλεσε σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για τις δυτικές επενδύσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα σπανίων γαιών την τελευταία δεκαετία.
«Οι προσπάθειες για διαφοροποίηση και επαναπατρισμό της παραγωγής θα σημαίνουν αναπόφευκτα αποδοχή ορισμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο εσωτερικό, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται υπό τα υψηλότερα περιβαλλοντικά και ασφαλιστικά πρότυπα, που είναι απαραίτητα για την ελαχιστοποίηση της βλάβης. Τέτοια πρότυπα, ωστόσο, θα αυξήσουν το λειτουργικό κόστος» λέει.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Lynas, η οποία μετέφερε τις σπάνιες γαίες που εξορύσσει στο Mount Weld της Δυτικής Αυστραλίας στην Κουάνταν της Μαλαισίας για επεξεργασία. Ωστόσο, το 2019, απόφαση της μαλαισιανής κυβέρνησης ζήτησε από τη Lynas να μεταφέρει το πιο επικίνδυνο τμήμα της αλυσίδας διύλισης πίσω στην Αυστραλία εντός τετραετίας αυξάνοντας το κόστος και το ρυθμιστικό βάρος και άρα συμβάλλοντας σε υψηλότερα κόστη αλυσίδας εφοδιασμού.
Ως αποτέλεσμα, η Lynas εγκαινίασε το εργοστάσιο επεξεργασίας της στην πόλη Καλγκούρλι της Δυτικής Αυστραλίας τον Νοέμβριο του 2024. Η αυστηρότερη περιβαλλοντική εποπτεία της Αυστραλίας θα αυξήσει το λειτουργικό κόστος αλλά μειώνει τις εξωτερικότητες και τη ρύπανση.
Ακόμα και η πιο βιώσιμη λύση κοστίζει
Για τον Σρέντερ, την καθοριστική και καθαρή περιβαλλοντικά λύση θα δώσει η καινοτομία στην ανακύκλωση σπάνιων γαιών.
Οι σπάνιες γαίες συναντώνται σε ευρύ φάσμα δευτερογενών υλικών και ρευμάτων αποβλήτων. Απαντώνται σε κατάλοιπα καύσης άνθρακα όπως η ιπτάμενη τέφρα. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Τέξας, η πρώτη ολοκληρωμένη εθνική αποτίμηση, εκτιμά ότι η τέφρα άνθρακα στις ΗΠΑ περιέχει έως 11 εκατ. τόνους προσβάσιμων στοιχείων σπανίων γαιών — σχεδόν οκτώ φορές μεγαλύτερη ποσότητα από τα εγχώρια αποθέματα της χώρας.
Αυτή η δευτερογενής πηγή θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε περίπου 8,4 δισ. δολάρια αξίας ανακτήσιμων σπανίων γαιών.
Παρά το δυναμικό τους ως πόρων, διάφορες μορφές ηλεκτρονικών αποβλήτων όπως μπαταρίες, σκληροί δίσκοι υπολογιστών και κινητά τηλέφωνα εξακολουθούν κυρίως να καταλήγουν σε χωματερές, αντιπροσωπεύοντας σημαντική απώλεια πολύτιμων σπανίων γαιών.
Ωστόσο ακόμα και αυτή η λύση κοστίζει σύμφωνα με τον ειδικό. «Τελικά, οι καταναλωτές θα χρειαστεί επίσης να αποδεχθούν υψηλότερες τιμές για ηλεκτρονικά και πράσινες τεχνολογίες που αντανακλούν το πραγματικό υλικό και περιβαλλοντικό τους κόστος» λέει ο ειδικός, καταλήγοντας πως «η πληρωμή περισσότερων δεν πρέπει να θεωρείται «ποινή» αλλά επένδυση στην ανθεκτικότητα, στη στήριξη κυκλικών αλυσίδων εφοδιασμού, στην παροχή αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και στην αποτροπή περιβαλλοντικής ζημιάς».
