Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2025
20.3 C
Athens

Την ώρα που η οικονομία «πετάει», η ανισότητα αυξάνεται και οι φτωχοί εργαζόμενοι πολλαπλασιάζονται

Η ελληνική οικονομία αναμένει ταχύτερη ανάπτυξή της το 2026, ξεπερνώντας τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, χάρη στις υψηλότερες επενδύσεις και τις ισχυρές καταναλωτικές δαπάνες, όπως δείχνει το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης για το 2026.

Η κυβέρνηση αναμένει ότι η οικονομική παραγωγή θα αυξηθεί κατά 2,4% το επόμενο έτος, μετά την επέκταση κατά 2,2% φέτος, εν μέρει με τη βοήθεια των κονδυλίων ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. σύμφωνα με το Reuters.

«Βασικός μοχλός αυτής της δυναμικής είναι ο ρυθμός ανάπτυξης των επενδύσεων, ο οποίος αναμένεται να φθάσει το 10,2% το 2026», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης μετά την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού για το 2026 στο κοινοβούλιο. Η Ελλάδα προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% για το 2026, χάρη στα υψηλότερα φορολογικά έσοδα και τη μείωση της ανεργίας.

Αυτό θα χρηματοδοτηθεί από υψηλότερα φορολογικά έσοδα λόγω της αύξησης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, της μείωσης της ανεργίας και των πλεονασμάτων.
Η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2% ετησίως, προκειμένου να είναι σε θέση να καλύψει τις πληρωμές των τόκων και να διατηρήσει το τεράστιο χρέος της βιώσιμο.

Μείωση του δημόσιου χρέους σε μια ολιγοθεματική οικονομία

Το δημόσιο χρέος της – το υψηλότερο σήμερα στην ευρωζώνη – αναμένεται να μειωθεί κατά 7,8 ποσοστιαίες μονάδες, από 145,3% φέτος σε 137,6% του ΑΕΠ το 2026.

Ενώ η ελληνική οικονομία ανθεί το 2025, υποστηριζόμενη από τους τομείς του τουρισμού, των ακινήτων και της ναυτιλίας, η κατάσταση του χρέους της συνεχίζει να κατατάσσεται ως η χειρότερη στην ΕΕ.  Ωστόσο, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί σταθερά τα τελευταία χρόνια, από 180% το 2022 σε 153% σήμερα.

Την ώρα που ο τουρισμός και δη ο υπερτουρισμός, αυξάνει υπέρογκα το κόστος μιας προσιτούς κατοικίας, εξαιτίας της πίεσης που υφίσταται η αγορά κατοικίας από τη βραχυχρόνια μίσθωση.

Εργαζόμενοι φτωχοί και συλλογικές διαπραγματεύσεις

Η Ελλάδα, παρότι στα χαρτιά έχει μια ακμάζουσα οικονομία, βλέπει τους πολίτες της να μην ευημερούν. Συνεχίζει να αντιμετωπίζει βαθιές οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας – ILO με τίτλο «Social Justice Outlook» που μεταφράζεται ως Προοπτικές κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η κατηγορία των «εργαζομένων φτωχών» είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη: σχεδόν 1 στους 10 εργαζομένους στερείται τουλάχιστον επτά βασικών αγαθών και υπηρεσιών που θεωρούνται απαραίτητα για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Μάλιστα οι 3 στους 10 δεν έχουν το περιθώριο να χαλάσουν ένα μικρό ποσό για τον εαυτό τους κάθε μήνα.

Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που προστατεύουν την εργασία σε όλη την ευρωζώνη, στην Ελλάδα απορρίπτονται ως ακραίο είδος κομμουνισμού. Λιγότεροι από 2 στους 10 εργαζόμενους καλύπτονται από ενεργές συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να είναι έκθετοι. Όλα αυτά με απελευθερωμένες απολύσεις χωρίς αιτιολογία και το 13ωρο να «πλασάρεται» ως κάτι το «φυσιολογικό».

Όμως δεν είναι φυσιολογικό όταν πριν από 30 χρόνια μια οικογένεια μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης και τώρα εργάζονται δύο μέλη μιας οικογένειας και πάλι δεν μπορούν να ζήσουν.

H εργαζόμενη γυναίκα παραμένει σε δεινή θέση κερδίζοντας 200 ευρώ λιγότερα από τον άνδρα για την ίδια δουλειά.

Το 1% και η γυναίκα εργαζόμενη που υποαμοίβεται

Η ILO υπενθυμίζει πως το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού ελέγχει το 38% του πλούτου και το 20% του εισοδήματος, ενώ οι γυναίκες κερδίζουν κατά μέσο όρο μόλις τα τρία τέταρτα του μισθού των ανδρών. Με τους σημερινούς ρυθμούς, θα χρειαστεί ένας αιώνας για να κλείσει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων.

Στην Ελλάδα, οι ανισορροπίες είναι ιδιαίτερα έντονες. Οι γυναίκες που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα κερδίζουν τουλάχιστον 200 ευρώ λιγότερα από τον μέσο μισθό των ανδρών που εργάζονται με πλήρη απασχόληση, με την Ελλάδα να λειτουργεί ως παράδειγμα ανισοτήτων φύλου σε οικονομίες με υψηλό εισόδημα.

Μάλιστα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ξοδεύουν περισσότερο από το 30% του προϋπολογισμού τους σε τρόφιμα. Οπότε είναι σαφές και οι φτωχοί δεν είναι καλοφαγάδες, αλλά η ακρίβεια στα τρόφιμα συμπιέζει ακόμα περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα.

«Το «αρκετά» είναι το αντίδοτο στην απληστία».

«Το μισθολογικό κόστος είναι βραχνάς για τον επιχειρηματία»

Παρότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των τελευταίων ετών μοχθούν να πείσουν πως το μισθολογικό κόστος είναι μεγάλο, οι έρευνες λένε το αντίθετο για το ισοζύγιο μεταξύ μισθών και κερδών στην ελληνική οικονομία.

Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ ανέρχεται μόλις στο 35% (το 2019 στο 39%, ενώ ο ΜΟ της Ευρωζώνης είναι το 47%), το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρώπη, ενώ τα κέρδη αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% του εθνικού εισοδήματος, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι περίπου 41%. Αυτό το διευρυνόμενο χάσμα, αντικατοπτρίζει πως οι κεφαλαιούχοι συνεχίζουν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη από το σύνολο των εργαζομένων τους.

Η ILO προειδοποιεί ότι χωρίς σκόπιμη αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας και πολιτικές που θέτουν την κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρο της οικονομικής λήψης αποφάσεων, τέτοιες ανισότητες θα επιδεινωθούν.

Στην Ελλάδα δεν απειλεί τον εργαζόμενο μονάχα η εισοδηματική ανισότητα, αλλά και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας, από την αδύναμη κάλυψη των συνδικάτων έως τις επίμονες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων.

Οι Έλληνες φεύγουν από το σπίτι στα 30,7 έτη της ζωής τους εξαιτίας της ακρίβειας.

Η ανεξαρτησία του νέου ενήλικα εργαζόμενου κοστίζει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος

Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην ΕΕ στο κόστος στέγασης για τους νέους ενήλικες, με 3 στους 10 νέους ηλικίας 15-29 ετών να δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ για το 2024. Σε ολόκληρη την ΕΕ, όπου μόνο το 10% των νέων ζει σε νοικοκυριά που διαθέτουν περισσότερο από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση.

Τα χαμηλότερα ποσοστά αφορούν την Κροατία και την Κύπρο όπου μόλις το 2% και 3% αντίστοιχα ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματος για κατοικία.

Όμως δεν αφορά μόνο τους νέους. Το 29% του πληθυσμού της Ελλάδας ανεξαρτήτως ηλικίας δαπανά περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το δεύτερο υψηλότερο, της Δανίας, που είναι μόλις 15%. Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να δει κανείς σε συνάρτηση με την ενεργειακή ένδεια και την ένδεια των μεταφορών, δηλαδή τις δαπάνες θέρμανσης και μετακίνησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA