Πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να δανειστεί χρήματα σαν να ήταν μια ενιαία χώρα; Είναι ένα ερώτημα που διχάζει έντονα τις πρωτεύουσες της ΕΕ – και τώρα, η Κομισιόν έχει πάρει σαφή θέση.
Χωρίς μεγάλη φασαρία, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρότεινε την επέκταση της εξουσίας των Βρυξελλών να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια από διεθνείς επενδυτές, στο πλαίσιο της πρότασης για τον επταετή προϋπολογισμό τής ΕΕ που ανακοινώθηκε στις 16 Ιουλίου.
Ωστόσο, δεν θα πρόκειται για «λευκή κάρτα» για δανεισμό κατά βούληση, εξηγεί το Politico. Σύμφωνα με το σχέδιο, το χρέος σε επίπεδο ΕΕ θα περιοριστεί στη χρηματοδότηση των πολεμικών προσπαθειών της Ουκρανίας, στην αντιμετώπιση απρόβλεπτων κρίσεων και στην πραγματοποίηση συγκεκριμένων πληρωμών προς τις κυβερνήσεις της ΕΕ.
Η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ, όμως, θα πρέπει να ξεπεράσει τη σθεναρή αντίσταση των πλούσιων χωρών του Βορρά, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία – που αποκαλούνται «οι φειδωλοί», λόγω της αποστροφής τους προς τον υπερβολικό δανεισμό – οι οποίες θεωρούν το κοινό χρέος ως υπαρξιακή απειλή για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Οι αντιρρήσεις «των φειδωλών»
«Δεν μπορούμε να έχουμε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από δανεισμό», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός για την Ευρώπη, Gunther Krichbaum, σε απάντηση στην πρόταση προϋπολογισμού νωρίτερα τον Ιούλιο – παρόλο που φέτος η Γερμανία έχει αλλάξει ουσιαστικά τη θέση της σχετικά με τις εγχώριες δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το χρέος.
Η σφοδρή αντίθεση «των φειδωλών» σήμαινε ότι το κοινό χρέος ήταν εκτός συζήτησης μέχρι το 2020, όταν οι πρωτεύουσες παραχώρησαν απρόθυμα στις Βρυξέλλες την εξουσία να εκδίδουν ομόλογα της ΕΕ και να χορηγούν επιχορηγήσεις σε χώρες για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα ήταν μια εφάπαξ ενέργεια.
Η Κομισιόν θεωρεί την τελευταία της πρόταση ως μια έξυπνη λύση για να καταστήσει τον προϋπολογισμό της λιγότερο εξαρτημένο από τις συνεισφορές των απείθαρχων κρατών μελών, τα οποία αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων της ΕΕ. Για τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές του ευρώ, αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο για τη δημιουργία ενός υπερεθνικού οργανισμού που διαθέτει τη δική του δημοσιονομική δύναμη.
Η κοινή έκδοση ομολόγων δίνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δυνατότητα να θέτει όρους στις πληρωμές που διανέμει στις εθνικές κυβερνήσεις, επιτρέποντάς της ουσιαστικά να «κατευθύνει τις εθνικές δαπάνες σε τομείς που είναι επωφελείς από την άποψη της ΕΕ», δήλωσε ο Nils Redeker από το think tank «Jacques Delors Centre».
Το δίλημμα του χρέους της ΕΕ
Η κοινή δανειοδότηση είναι ελκυστική για χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά και η Ελλάδα – η οποία παραμένει «πρωταθλήτρια» στο δημόσιο χρέος παραμένοντας στην κορυφή των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – καθώς τα δάνεια της ΕΕ προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια από ό,τι αν δανείζονταν μεμονωμένα.
Ωστόσο, οι «φειδωλές χώρες» αντιτίθενται, καθώς θα ήταν συλλογικά υπεύθυνες για οποιαδήποτε χώρα αθετήσει τις υποχρεώσεις της έναντι του χρέους της ΕΕ.
Σύμφωνα με την πρόταση για τον προϋπολογισμό, οι χώρες μπορούν να ζητήσουν δάνεια από την ΕΕ, τα οποία θα πρέπει να αποπληρώσουν εάν το κόστος των δαπανών τους – που περιλαμβάνουν κυρίως επιδοτήσεις για αγρότες και πληρωμές σε φτωχότερες περιοχές – υπερβεί τα ποσά που είχαν αρχικά διατεθεί.
Ενώ αυτή η ιδέα είναι απαράδεκτη για τις «φειδωλές χώρες», οι υποστηρικτές της αντιτείνουν ότι τα δάνεια δεν ενέχουν οικονομικό κίνδυνο, καθώς «ποτέ στην ιστορία της ΕΕ δεν έχει συμβεί ένα κράτος μέλος να αθετήσει την αποπληρωμή ενός δανείου της ΕΕ», όπως δήλωσε στο Politico ανώτερος αξιωματούχος της Κομισιόν.
Ξεχωριστά, η Επιτροπή μπορεί επίσης να χορηγήσει έως και 395 δισεκατομμύρια ευρώ σε φθηνά δάνεια σε χώρες που αντιμετωπίζουν μια απροσδόκητη και αδιευκρίνιστη κρίση. Ωστόσο, ως παραχώρηση προς τους επικριτές του κοινού χρέους, απαιτείται η έγκριση των εθνικών πρωτευουσών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού.
Η μόνη δικαιολογία για τις επιχορηγήσεις – ουσιαστικά, δωρεάν χρήματα – είναι η χρηματοδότηση της Ουκρανίας, ένας στόχος που δεν προκαλεί αντιδράσεις στις περισσότερες πρωτεύουσες της ΕΕ. Ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη χώρα που έχει πληγεί από τον πόλεμο θα περιλαμβάνει ένα μείγμα δανείων και επιχορηγήσεων που δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί.
Η αντίδραση της αγοράς
Επί του παρόντος, οι αγορές αντιμετωπίζουν το κοινό χρέος της ΕΕ περισσότερο ως χρέος που εκδίδεται από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ωστόσο, η Κομισιόν θα ήθελε να αντιμετωπίζεται ως κρατικά ομόλογα. Αυτό θα επέτρεπε στα ομόλογα της ΕΕ να συμπεριληφθούν σε δείκτες κρατικού χρέους που λαμβάνουν επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, μειώνοντας το κόστος δανεισμού.
Ωστόσο, οι επενδυτές «ήδη εκτιμούν πολύ» το χρέος της ΕΕ, τόνισε χαρακτηριστικά ο Alvise Lennkh-Yunus, διευθύνων σύμβουλος της Scope Ratings, η οποία του απονέμει βαθμολογία AAA. «Νομίζω ότι αυτό απλώς αποδεικνύει τη δύναμη του πλαισίου διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την υποστήριξη του προϋπολογισμού της ΕΕ, την υποστήριξη των κρατών μελών και ολόκληρη τη χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική γύρω από την έκδοση αυτών των ομολόγων».
Ανέφερε ότι μεγάλοι επενδυτές, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και ξένες κεντρικές τράπεζες, αγοράζουν ομόλογα της ΕΕ για να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, τα οποία έχουν αρχίσει να φαίνονται πιο ασταθή – θύματα της αβεβαιότητας που τροφοδοτείται από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Γιατί οικονομολόγοι ζητούν τη μετατροπή του εθνικού χρέους σε κοινό χρέος της ΕΕ
Ωστόσο, υπάρχει ακόμη δρόμος να διανυθεί προτού τα κοινά δάνεια μπορέσουν να ανταγωνιστούν πραγματικά τα κρατικά ομόλογα. Για το σκοπό αυτό, η ΕΕ πρέπει να επιστρέφει περιοδικά στις αγορές – όπως κάνουν οι χώρες για να χρηματοδοτήσουν τους προϋπολογισμούς τους – προκειμένου να δημιουργήσει ένα πραγματικά μεγάλο και ρευστό απόθεμα ομολόγων στο οποίο μπορούν να βασίζονται οι επενδυτές.
Ο Olivier Blanchard, ένας διακεκριμένος οικονομολόγος που έχει ζητήσει τη μετατροπή του εθνικού χρέους σε κοινό χρέος της ΕΕ σε μεγάλη κλίμακα, υποστηρίζει ότι η δημιουργία μιας μεγάλης, συνεπούς αγοράς ομολόγων της ΕΕ είναι απαραίτητη για να έχουν αυτά παγκόσμιο αντίκτυπο και να ενισχύσουν τη ζήτηση για το ευρώ. Μια ακανόνιστη, διάσπαρτη δανειοδότηση δεν θα το επιτύχει αυτό, προειδοποιεί.
«Αν είσαι ένα μεγάλο ταμείο και σκέφτεσαι το χαρτοφυλάκιό σου, δεν είσαι διατεθειμένος να ενθουσιαστείς με την ιδέα να κατέχεις κάτι που θα εξαφανιστεί με τον καιρό», είπε χαρακτηριστικά.