Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου 2024
6.2 C
Athens

Το φάντασμα της λιτότητας επιστρέφει στην Ευρώπη απειλώντας (και) τους στόχους για το κλίμα

Πρόκειται ουσιαστικά για επανάληψη του δημοσιονομικού «ζουρλομανδύα» της ΕΕ που πιθανότατα θα συμβάλει σε περαιτέρω οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, τη στιγμή που η Ουάσινγκτον κλιμακώνει τις δημόσιες επενδύσεις σε πράσινες βιομηχανικές πολιτικές.

Σύμφωνα με τη νέα έρευνα της δεξαμενής σκέψης New Economics Foundation, «New EU fiscal rules jeopardise investment needed to combat climate crisis», οι προτεινόμενοι δημοσιονομικοί κανόνες περιορίζουν την πρόσβαση των κρατών μελών της ΕΕ σε κεφάλαια για κρίσιμες πράσινες επενδύσεις, οδηγώντας πιθανότατα σε λιγότερο από τις αναγκαίες περικοπές άνθρακα ή σημαντικές περικοπές σε άλλες δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων.

Η αυστηρή τήρηση αυτών των κανόνων είναι πιθανό να επιδεινώσει τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών και να εμποδίσει τους συλλογικούς στόχους για το κλίμα, αναφέρει η έρευνα την οποία υπογράφουν οι Sebastian Mang και Dominic Caddick.

Ενώ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι απαραίτητες οι πρώιμες επενδύσεις που μειώνουν γρήγορα τις εκπομπές, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δυστυχώς, οι προτεινόμενοι δημοσιονομικοί κανόνες αποτρέπουν τη δημοσιονομική τόνωση που θα μείωνε τις εκπομπές. Αυτό είναι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικό, καθώς οι πράσινες δαπάνες έχουν υπερμεγέθη πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με άλλες δημόσιες επενδύσεις.

Ένα σκληρό όριο ελλείμματος

Ενώ το όριο χρέους 60% στο ΑΕΠ χρησιμεύει ως στόχος, το όριο του ελλείμματος 3% είναι σκληρό σύμφωνα με τους ερευνητές, σύμφωνα με την ανάλυση, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο τέσσερις χώρες θα μπορούσαν να επενδύσουν επαρκώς για να περιορίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5°C .

Οι δημοσιονομικοί κανόνες περιορίζουν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες -εκτός από τέσσερις- από το να επενδύσουν αρκετά για να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για το Κλίμα στο Παρίσι και περιορίζουν την παγκόσμια θέρμανση στους 1,5 C. Προκειμένου να επιτευχθούν οι πιο περιορισμένοι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030, οι προτεινόμενοι κανόνες δανεισμού θα καταστήσουν 13 χώρες -που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του ΑΕΠ της ΕΕ- ανήμπορες να επενδύσουν αρκετά χρήματα.

Το αυστηρό όριο του ελλείμματος του 3% καθιστά πιο δύσκολο για την ΕΕ να επιτύχει τους δικούς της στόχους για το κλίμα ή να τους υπερβεί για να επιτύχει τον στόχο του 1,5 C, που ορίζεται στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Το όριο αυτό εμποδίζει τις κυβερνήσεις να επενδύσουν αρκετά για να περιορίσουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αναφέρουν οι Mang και Caddick.

Επιπλέον, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων χωρών εντός της ΕΕ, καθώς οι πιο πλούσιες χώρες της ΕΕ θα μπορούν να ξοδεύουν πολύ περισσότερα από άλλες.

Ασφυκτικός κανόνας μείωσης του ελλείμματος

Δεύτερον, η Κομισιόν προτείνει ότι τα κράτη με έλλειμμα που ξεπερνούν το 3% θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες του ελλείμματος κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως.

Κάτι τέτοιο όμως, μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό στη μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ, λένε οι ειδικοί, καθώς συνεπάγεται γρήγορες περικοπές. Μια τέτοια ρύθμιση θα απαιτούσε το 2024, περικοπές αξίας 45 δισ. ευρώ για το επόμενο έτος στις 14 επηρεαζόμενες χώρες. Αυτό θα συνεπαγόταν μέτρα λιτότητας, σύμφωνα με τους Mang και Caddick, σε μια εποχή που η ΕΕ πρέπει να κλιμακώσει γρήγορα τις δημόσιες επενδύσεις για την προστασία του κλίματος και της φύσης, καθώς και τις δαπάνες σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι κοινωνικοί τομείς.

Τα κρατικά ελλείμματα/πλεονάσματα δεν είναι ανεξάρτητα από την ανάπτυξη. Εάν οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν ελλειμματικές δαπάνες για να επενδύσουν στο κλίμα ή τις δημόσιες υπηρεσίες, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ενώ εάν οι κυβερνήσεις κάνουν περικοπές στα συστήματα πρόνοιας, στα σχολεία και στα νοσοκομεία, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη ανάπτυξη. Αυτές οι περικοπές μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερα βάρη χρέους καθώς η αύξηση του ΑΕΠ μειώνεται. Μια τέτοια λιτότητα είναι αυτοκαταστροφική.

Σύμφωνα με το New Economics Foundation, τα πλεονάσματα δεν είναι απαραίτητα για την επίτευξη μειώσεων του χρέους υπό κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 2% σημαίνουν ότι είναι δυνατό το βάρος του χρέους να μειωθεί ακόμη και όταν η κυβέρνηση παρουσιάζει έλλειμμα.

Κατά συνέπεια, ο κανόνας μείωσης του ελλείμματος κατά 0,5% στους «παραβάτες» του 3% προσθέτει έναν ακόμα περιορισμό στις κυβερνήσεις, αναγκάζοντάς τες να κάνουν δύσκολες αντισταθμίσεις μεταξύ της διατήρησης των σημερινών επιπέδων παροχής δημόσιων υπηρεσιών, της αύξησης της φορολογίας και της αύξησης των πράσινων δαπανών σε αντιμετώπιση επιδεινώνοντας την κλιματική κατάρρευση.

Ψαλίδισμα των πράσινων δαπανών

Τρίτον, οι Βρυξέλλες απαιτούν η αύξηση των καθαρών δαπανών να είναι χαμηλότερη από την αύξηση του ΑΕΠ.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, κάτι τέτοιο αγνοεί ότι ένα πράσινο κίνητρο 1% -ανεξάρτητα από την τρέχουσα θέση του ελλείμματος- μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη και να μειώσει το χρέος προς το ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα λόγω του των πράσινων επενδύσεων.

Αναφέρουν ότι απαιτούνται πράσινες δαπάνες για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης οι οποίες μάλιστα, είναι πιθανό να τονώσουν την ανάπτυξη. Επομένως, αυτός ο κανόνας αγνοεί τον ρόλο που διαδραματίζουν οι δημόσιες επενδύσεις στη δημιουργία και τη διαμόρφωση της αγοράς και την τόνωση της ανάπτυξης, καθώς οι πράσινες επενδύσεις έχουν υπερμεγέθη πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.

Η δημοσιονομική τόνωση οδηγεί σε πτώση των δεικτών χρέους για ένα ευρύ φάσμα πολλαπλασιαστικών εκτιμήσεων. Η ανάλυσή τους δείχνει τον αντίκτυπο της ύπαρξης ελλείμματος στο 1% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουν ότι τουλάχιστον 135 δισ. ευρώ ετησίως θα μπορούσαν να δαπανηθούν σε πράσινες επενδύσεις από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ με το χρέος να εξακολουθεί να μειώνεται μέχρι τη δεκαετία του 2030.

Για τους δύο ειδικούς, είναι ξεκάθαρο ο μειωμένος λόγος χρέους προς το ΑΕΠ και η αυξημένη πράσινη δαπάνη/δημοσιονομικά κίνητρα δεν έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, προειδοποιώντας ότι ο περιορισμός των δαπανών τώρα θα οδηγήσει σε υψηλότερες δαπάνες στο μέλλον, καθώς οι κλιματικές επιπτώσεις γίνονται πιο συχνές και η προσαρμογή του κλίματος πιο ακριβή.

Μείωση του χρέους μέσα σε 7 χρόνια το πολύ

Τέταρτον, οι γραφειοκράτες, απαιτούν να μειωθεί το χρέος προς το ΑΕΠ μέσα σε 4 έως 7 χρόνια.

Ειδικότερα, η Κομισιόν προτείνει οι κυβερνήσεις που ταξινομούνται ως υψηλού ή μεσαίου κινδύνου χρέους θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι μετά από τέσσερα έως επτά χρόνια το πολύ το χρέος τους βρίσκεται σε μια ​«εύλογη και συνεχώς φθίνουσα πορεία».

Η τελική πρόταση θα μπορούσε να συμπεριλάβει ένα πρόσθετο περιορισμό, ο οποίος απαιτεί, πρώτον, μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ σε αυτήν την αρχική περίοδο τεσσάρων έως επτά ετών και, δεύτερον, ότι οι μειώσεις του χρέους και του ελλείμματος δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται εκ των υστέρων, που σημαίνει ότι η μείωση του χρέους και του ελλείμματος δεν πρέπει να προβλέπεται ότι θα μειωθεί στο τέλος των 4-7 ετών.

Αυτό, όμως, σύμφωνα με τη ανάλυση της NEF έρχεται σε αντίθεση με τα κεντρικά επιστημονικά συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε για το κλίμα, τα οποία απαιτούν από εμάς να κάνουμε έγκαιρες επενδύσεις για τη γρήγορη μείωση των εκπομπών. Η καθυστέρηση αυτών των επενδύσεων θα είναι αντιπαραγωγική. Το κόστος προσαρμογής και μετριασμού του κλίματος αυξάνεται όσο περισσότερο περιμένουμε.

Η πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης να απαιτήσει ομοιόμορφες μειώσεις του χρέους από την πρώτη μέρα, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων τεσσάρων έως επτά ετών, θα περιόριζε περαιτέρω τη λογική της μείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ μέσω δημόσιων επενδύσεων.

Αυθαίρετη η Ανάλυση Βιωσιμότητα του Χρέους

Τέλος, σύμφωνα με τη πρόταση της Κομισιόν εισάγεται μια νέα προσέγγιση για την κατηγοριοποίηση των χωρών με βάση τη χρήση ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους (DSA), χωρίζοντάς τες σε ομάδες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού κινδύνου. Τα αποτελέσματα όμως της Ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους είναι αυθαίρετα, λένε οι ερευνητές.

Η αδιαφάνεια της DSA καθιστά δύσκολη την κατανόηση των διαδρομών προσαρμογής για συγκεκριμένες χώρες, λένε οι ειδικοί. Για παράδειγμα, η Αυστρία και η Κύπρος ξεκινούν με πολύ παρόμοια επίπεδα χρέους, αλλά τους έχουν καθοριστεί πολύ διαφορετικοί στόχοι μείωσης: μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 16,6% για την Αυστρία και 46,2% για την Κύπρο.

Ομοίως, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία πρέπει να επιτύχουν μειώσεις περίπου 20%, παρά τα διαφορετικά αρχικά επίπεδα χρέους. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνουν διαφανείς οι υπολογισμοί και οι υποθέσεις πίσω από το DSA, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν επαρκώς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA