Η κομπορρημοσύνη είναι από τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται συχνά και ελάχιστοι γνωρίζουν τι σημαίνει.
Κομπορρημοσύνη είναι η ιδιότητα του κομπορρήμονα, η καυχησιολογία, ο κομπασμός. Συχνά με τον όρο κομπορρημοσύνη εννοείται ο αλαζονικός λόγος. Η τάση κάποιου να καυχιέται συνεχώς για τα επιτεύγματά του ή για ιδιότητες που μπορεί να μην διαθέτει καν σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Πρόκειται για μεσαιωνική λέξη, θηλυκού γένους. Κομπορρημοσύνη < κομπορρήμ(ων) -οσύνη]
Ευρέως γνωστό είναι το συνώνυμο της κομπορρημοσύνης, που είναι η λέξη μεγαλομανία.
Π.χ. Η κομπορρημοσύνη και η μεγαλομανία του είναι παροιμιώδεις.
Η κομπορρημοσύνη συνδέεται στενά με την αλαζονεία και την τάση για αυτοπροβολή, και χρησιμοποιείται κυρίως για να εκφράσει αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτή τη συμπεριφορά.