Ο τουρισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας στη νότια Ευρώπη, με χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Κροατία να επωφελούνται σημαντικά. Συμβάλλει στο ΑΕΠ (10-15% κατά μέσο όρο), στη δημιουργία θέσεων εργασίας (ιδιαίτερα σε εποχιακές και χαμηλής ειδίκευσης εργασίες) και στην τόνωση τοπικών οικονομιών.
Αποκαλείται και «βαριά βιομηχανία» λόγω της τεράστιας οικονομικής του σημασίας. Αναλυτές διαβάζουν τους αριθμούς από τις αφίξεις τουριστών και μετράνε χρήμα. Σε αριθμούς, η εξάρτηση ορισμένων χωρών από τις ορδές τουριστών είναι κάτι παραπάνω από μεγάλη.
Καμία χώρα δεν έφτασε ποτέ στην ελιτ των πλουσιότερων χωρών βασιζόμενη κυρίως στον τουρισμό
Όμως, όπως εξηγεί ο Marko Jukic, ανώτερος αναλυτής της Bismarck Analysis στο Palladium, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: καμία χώρα στην ιστορία δεν έγινε πλούσια από τον τουρισμό και δεν πρόκειται να γίνει. Καμία χώρα δεν έφτασε ποτέ στην ελιτ των πλουσιότερων χωρών παγκοσμίως βασιζόμενη κυρίως στον τουρισμό και, επιπλέον, πολλές χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό παραμένουν πολύ φτωχές.
Άλλος δρόμος
Η Τζαμάικα, το Μπαλί, οι Μαλδίβες και τα νησιά Φίτζι είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμοι προορισμοί που εξαρτώνται από τον τουρισμό εξίσου ή και περισσότερο από τη νότια Ευρώπη. Και οι τέσσερις είναι αξιοζήλευτα φτωχές με βάση τα ευρωπαϊκά στάνταρ, παρά το γεγονός ότι έχουν μικρούς πληθυσμούς για να μοιραστούν τα χρήματα του εισερχόμενου τουρισμού.
Υπάρχουν και ορισμένα κρατίδια που μοιάζουν να αποτελούν μια εξαίρεση όπως το Μονακό ή η Ανδόρα όμως η οικονομική τους επιτυχία δεν οφείλεται στον τουρισμό αλλά σε ειδικές φορολογικές ή χρηματοπιστωτικές πολιτικές και στον εξαιρετικά μικρό τους πληθυσμό.
Ο τουρισμός, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν είναι ένας δρόμος προς την ευημερία για τη νότια Ευρώπη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Jukic ο τουρισμός αυξήθηκε ως μερίδιο του ΑΕΠ σε όλες τις κύριες χώρες της νότιας Ευρώπης από το 1999 έως το 2019. Αλλά αντί για έναν νέο φορέα ανάπτυξης η άνοδος του τουρισμού είναι μια κόκκινη σειρήνα έκτακτης ανάγκης που αναβοσβήνει, σημάδι μιας οικονομίας που αποτυγχάνει σε όλα τα άλλα.
Τα μαθηματικά δεν βγαίνουν
Ο Marko Jukic ανατρέχει στο παράδειγμα της Κροατίας για να ενισχύει το βασικό του επιχείρημα. Είναι μια μικρή μεσογειακή χώρα με όμορφα νησιά, ζεστά και κρυστάλλινα νερά το καλοκαίρι, σε μια τοποθεσία με εύκολη πρόσβαση για τους κατοίκους της Ευρώπης. Σήμερα, αποτελεί ανερχόμενη τουριστική δύναμη. Αν λοιπόν κάποια χώρα της νότιας Ευρώπης θα μπορούσε να πλουτίσει από τον τουρισμό, αυτή θα ήταν η Κροατία, σύμφωνα με τον Jukic.


Η Κροατία αποτελεί πόλο έλξης των τουριστών
Πόσες όμως αφίξεις τουριστών θα χρειάζονταν για να φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελβετίας, μιας από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου;
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελβετίας είναι περίπου 100.000 δολάρια ετησίως. Ο πληθυσμός της Κροατίας είναι 3,86 εκατομμύρια άνθρωποι. Για να φτάσει την Ελβετία, η Κροατία θα χρειαζόταν 386 δισεκατομμύρια δολάρια σε εισόδημα. Ο μέσος τουρίστας στην Κροατία φέρεται να ξοδεύει περίπου 200 δολάρια την ημέρα. Επομένως, για να γίνει η Κροατία τόσο πλούσια όσο η Ελβετία, αποκλειστικά από τον τουρισμό, θα πρέπει οι τουρίστες της να κάνουν 1,93 δισεκατομμύρια διανυκτερεύσεις κάθε χρόνο!
Το 2024, μόνο 85 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις καταγράφηκαν στη χώρα. Αυτό είναι μόλις το 4% του αναγκαίου αριθμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο τομέας του τουρισμού θα πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο από είκοσι φορές. Αυτά τα 85 εκατομμύρια τουριστικές διανυκτερεύσεις προήλθαν από 17,4 εκατομμύρια αφίξεις τουριστών.
Ο γνωστός αναλυτής κάνει άλλη μια υπόθεση. Η Κροατία να φτάσει τη Γερμανία, με ΑΕΠ ανά κάτοικο στα 56.000 δολάρια. Για να γίνει αυτό έπρεπε να πενταπλασιάσει τη σημερινή της τουριστική κίνηση, με τους τουρίστες να ξοδεύουν τα διπλάσια ανά ημέρα. Όπως υπογραμμίζει ο Jukic, αυτό δεν είναι απλώς απίθανο. Είναι τεχνικά αδύνατο.
Ο τουρισμός παράγει περιορισμένο και αναξιόπιστο οικονομικό πλεόνασμα
Η ανάλυση του Jukic τεκμηριώνει γιατί ο τουρισμός δεν μπορεί να κάνει πλούσια. Ο ίδιος, στο πολυσέλιδο κείμενο του εμβαθύνει ακόμα περισσότερο.
Μια χώρα γίνεται πλούσια με τον ίδιο τρόπο που μια επιχείρηση γίνεται κερδοφόρα και πολύτιμη: παράγει πράγματα που θέλουν οι άνθρωποι, χρεώνει μια τιμή υψηλότερη από το κόστος παραγωγής και εισπράττει τη διαφορά ως κέρδος. Σε σύγκριση με μια τυπική επιχείρηση, οι χώρες έχουν ένα πολύ πιο περίπλοκο και πολιτικά αμφισβητούμενο σύστημα για να αποφασίζουν πώς να ξοδεύουν και να διανέμουν το οικονομικό πλεόνασμα -το εθνικό κέρδος- που εισέρχεται στη χώρα.
Το μοντέλο αυτό αρχίζει να καταρρέει όταν εξετάζουμε χώρες ή οικονομικά μπλοκ αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να συντηρούν μόνες τους τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις βιομηχανίες και τα τεχνολογικά επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου, χωρίς να βασίζονται σημαντικά στις εξαγωγές ή τις εισαγωγές.
Αλλά για τις μικρές και ακόμη και τις μεσαίου μεγέθους χώρες, είναι το απλούστερο μοντέλο που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει. Το Κατάρ είναι πλούσιο επειδή εξάγει πολύτιμο φυσικό αέριο. Η Δανία είναι πλούσια επειδή εξάγει πολύτιμα φαρμακευτικά προϊόντα. Η Ταϊβάν είναι πλούσια επειδή εξάγει πολύτιμους ημιαγωγούς.
Αφού παραθέτει μια σειρά από νούμερα και χώρες αλλά και τα διαφορετικά οικονομικά μοντέλα καταλήγει πως η νότια Ευρώπη χρειάζεται μια ποιοτική διακυβέρνηση και μια ανταγωνιστική βιομηχανία.


Μαγνήτης για τους τουρίστες η Ελλάδα
Στροφή στη βιομηχανία
Οι χώρες της Μεσογείου συχνά αντιμετωπίζονται από τους ξένους ως τεμπέλικες και μη παραγωγικές. Στην πραγματικότητα, λέει ο Marko Jukic, δεν είναι έτσι: Η Ιταλία είναι μια μεγάλη δύναμη της μεταποίησης που εξαρτάται οικονομικά λιγότερο από τον τουρισμό από ό,τι το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Κάτω Χώρες, με την δεύτερη μεγαλύτερη μεταποιητική οικονομία στην Ευρώπη μετά τη Γερμανία. Η Ισπανία και οι υπόλοιποι βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο, αν και πολύ πιο κοντά στην Ιταλία από ό,τι στην Ελλάδα πριν από το 2008. Αυτό που μοιράζονται αυτές οι χώρες σήμερα, ωστόσο, είναι ένας κατάλογος παρόμοιων αρνητικών τάσεων: ταχεία γήρανση του πληθυσμού, κατάρρευση των ποσοστών γεννήσεων, αφερέγγυα συνταξιοδοτικά συστήματα, μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες, άκαμπτη διακυβέρνηση και, το χειρότερο απ’ όλα, η «φυγή εγκεφάλων» (brain drain) ιδίως προς άλλες χώρες της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να προσπαθούν να ενθαρρύνουν μια οικονομία βασισμένη στον τουρισμό με επιδοτήσεις κατασκευών, ακριβές υποδομές που απευθύνονται σε τουρίστες, μετανάστευση με χαμηλούς μισθούς ή άλλες παρόμοιες πολιτικές, οι οποίες είτε δεν θα επιλύσουν καθόλου τα υποκείμενα προβλήματα είτε θα τα επιδεινώσουν.
Τα όποια κονδύλια και η κρατική μέριμνα απομείνει θα πρέπει να στοχεύσουν στο να καταστήσουν τις εγχώριες βιομηχανίες πιο ανταγωνιστικές, να κατασκευαστούν νέες βιομηχανίες με επικεφαλής νέους επιχειρηματίες, να μειώσουν τη φορολογία και να επαναπατρίσουν τους νέους και ειδικευμένους εργαζομένους με κάθε μέσο. Η πρόοδος προς αυτές τις κατευθύνσεις, και όχι ο αριθμός των τουριστών που φτάνουν με τις πτήσεις της RyanAir, είναι αυτή που θα δώσει στη νότια Ευρώπη την ευκαιρία να συγκλίνει με τους βόρειους γείτονές της αυτόν τον αιώνα, καταλήγει ο Jukic.