Την ανάγκη απαρέγκλιτης εφαρμογής των επιχειρησιακών σχεδίων των τραπεζών για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους στο τρέχον διεθνές περιβάλλον αστάθειας, υψηλού κόστους δανεισμού, πληθωρισμού και κλιμακούμενων γεωπολιτικών κινδύνων, υπογραμμίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μέσω της Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που έδωσε χθες στη δημοσιότητα.
Ο κεντρικός τραπεζίτης αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδο που έχουν πετύχει τα πιστωτικά ιδρύματα τα τελευταία χρόνια σε όλα τα επίπεδα, φέρνοντας τον εγχώριο κλάδο «σε καλύτερη θέση για την αντιμετώπιση πιθανών αναταράξεων».
Οι επιδράσεις από πολέμους
Όπως εξηγεί, τόσο η επίτευξη ισχυρής οργανικής κερδοφορίας, όσο και η επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές επιδράσεις που προκαλούν οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, η ακρίβεια, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός, καθώς μία ενδεχόμενη επιδείνωση των συνθηκών στον χρηματοπιστωτικό τομέα διεθνώς, θα επηρεάσει και την ελληνική αγορά.
Αυτό, υποστηρίζει ότι «κατέδειξαν οι πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις στην Ελβετία και τις ΗΠΑ», προσθέτοντας ότι «στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον ο κίνδυνος μετάδοσης είναι υπαρκτός και απαιτεί άμεσες συντονισμένες δράσεις από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».
Τα μέτωπα του κλάδου
Στο πλαίσιο αυτό, καλεί τις τραπεζικές διοικήσεις να εντείνουν τις προσπάθειές τους στα ακόλουθα μέτωπα:
– Ρευστότητα
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι δείκτες ρευστότητας των εγχώριων ομίλων, αλλά και η πρόσβασή τους στις αγορές, έχουν βελτιωθεί σημαντικά.
Αυτό κατέστη δυνατό μέσω της ενίσχυσης της καταθετικής βάσης, η οποία επέτρεψε την άνετη αποπληρωμή ενός μεγάλου μέρους των δανείων που έχουν ληφθεί από το Ευρωσύστημα, στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III).
Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα υποστηρίζει ότι λόγω της ανόδου των βασικών επιτοκίων στην ευρωζώνη και των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η χρηματοδότηση έχει καταστεί ακριβότερη.
Άλλωστε και οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων ανέφεραν κατά τις παρουσιάσεις των αποτελεσμάτων γ΄ τριμήνου 2023, ότι τα έξοδα για τόκους θα αυξηθούν τα επόμενα τρίμηνα.
Αυτό θα είναι αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων τόσο στους λογαριασμούς προθεσμίας, στους οποίους οι καταθέτες αναμένεται να μεταφέρουν περισσότερη ρευστότητα, όσο και στις εκδόσεις ομολογιακών τίτλων, στο πλαίσιο της υποχρέωσης των τραπεζών για διαμόρφωση του δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας στο 27% έως το 2026.
– Κόκκινα δάνεια
Πλέον, οι δείκτες καθυστερήσεων όλων των συστημικών ομίλων έχουν υποχωρήσει κάτω από το 10%.
Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει τον προβληματισμό της για την καθαρή εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εφέτος στις μεγάλες τράπεζες και την παραμονή του ποσοστού τους στα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα σε υψηλά επίπεδα.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν προκλήσεις για την περαιτέρω εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών.
Κι αυτό διότι οι διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Συνεπώς, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, ενδέχεται να επηρεάσουν με χρονική υστέρηση και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό τονίζει ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εξυγίανσης και απαλλαγής του τραπεζικού τομέα από τα βάρη του παρελθόντος.
«Ενέργειες που στοχεύουν στην εξυγίανση του εναπομείναντος αποθέματος ΜΕΔ και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Μάρτιος 2023: 1,8%), καθώς και η οριστική επίλυση λοιπών υφιστάμενων εκκρεμοτήτων αξιολογούνται θετικά και πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα για τις τράπεζες» υποστηρίζει η εγχώρια νομισματική αρχή.
Αναφέρεται δε στην ανάγκη βελτίωσης των επιδόσεων του Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στις οποίες έχει ανατεθεί η αναδιάρθρωση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ύψους 90 δισ. ευρώ.
Αν και το 77% αυτών των δανείων βρίσκονται εκτός τραπεζικών ισολογισμών, παραμένουν στην οικονομία, ενώ η πλειονότητά τους είναι συνδεδεμένη με το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής».
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος η αποτελεσματική διαχείρισή τους αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του «Ηρακλής» και για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση του αδρανούς παραγωγικού δυναμικού.
– Κεφαλαιακή επάρκεια
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, η υφιστάμενη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κρίνεται ικανοποιητική.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι οφείλουν να την ενισχύσουν, αλλά και να βελτιώσουν την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς παραμένει χαμηλή.
Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 2023 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 13,4 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 51% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 52% στο τέλος του 2022).
Επιπλέον, στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων περιλαμβάνονται αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) 2,4 δισ. ευρώ, που αποτελούν περίπου το 9%.
«Αντίστοιχες απαιτήσεις (DTAs) ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ωστόσο η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα», υποστηρίζει η κεντρική τράπεζα.
Σε συνδυασμό με την υλοποίηση εταιρικών ενεργειών (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες) και την έκδοση πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2), τα καλύτερα καθαρά αποτελέσματα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια.
– Κερδοφορία
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας των τραπεζών αποτελεί πρόκληση.
Όπως αναφέρει, η επίδραση από τις αυξήσεις των επιτοκίων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα των τραπεζών είναι θετική, καθώς η πλειονότητα των δανείων τους έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης λόγω της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Ως εκ τούτου, η επίτευξη των στόχων των τραπεζών για μεγέθυνση του χαρτοφυλακίου δανείων τους, εν μέσω κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας και υψηλού κόστους χρηματοδότησης, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση των υφιστάμενων υψηλών δεικτών αποδοτικότητας.
Ο κλιματικός κίνδυνος
Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει ότι η διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί προτεραιότητα.
Όπως αναφέρει, τα πρωτοφανούς σφοδρότητας καιρικά φαινόμενα που έπληξαν πρόσφατα μεγάλο μέρος της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα να χαθούν ανθρώπινες ζωές, καθώς και να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες.
Για την άμεση αντιμετώπιση των ζημιών και την ανακούφιση των πληγέντων, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, ανακοινώθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή στοχευμένα μέτρα με κυρίως δημοσιονομικό αντίκτυπο, ενώ οι συνολικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί πλήρως.
Επιπρόσθετα, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση συνολικά της περιβαλλοντικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και συνεπώς και η επίδραση που τελικά θα επιφέρει η κλιματική αλλαγή.
Πηγή: ΟΤ