Φρέσκο, παλαιωμένο, μονοποικιλιακό, βιολογικό, με γλυκάνισο ή άνευ και κυρίως μέρος της καθημερινής ευζωίας «με τα ολίγα», το τσίπουρο (ή τσικουδιά) εξελίσσεται στο success story του κλάδου της ελληνικής αποσταγματοποιίας, ενώ πλέον μέσω ποιοτικών και μερακλίδικων εμφιαλώσεων διεκδικεί τη θέση που του αναλογεί και στις διεθνείς αγορές.
Το «άγιο τσιπουράκι», όπως το χαρακτηρίζει ο Κώστας Καλδάρας, ο οποίος μπορεί να ‘χει και δίκιο αν αναλογιστεί κάποιος ότι η απόσταξη των στέμφυλων αναπτύχθηκε στο Άγιο Όρος κι από εκεί διαδόθηκε στη Βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, χρωστάει τη νέα του επιτυχία κατ’ αρχάς στους νέους και στις παρέες, αφού ταυτίζεται με τη συντροφική κατάνυξη (ο Κωστής Παπαγιώργης έλεγε ότι το ουίσκι ταιριάζει καλύτερα στους μοναχικούς).
Εκτίναξη όγκου πωλήσεων για το τσίπουρο
Ας σημειωθεί ότι η κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά από το 2016, παρουσιάζει ανοδική πορεία στην εσωτερική αγορά, η οποία μεγεθύνεται έτι περισσότερο τα 3-4 τελευταία έτη. Το 2022 σημείωσε αύξηση +17,4%, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, με το ανοδικό τέμπο να συνεχίζεται και το 2023, ενώ με θετικές επιδόσεις εξελίσσεται και η φετινή χρονιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία 2013-2022 το τσίπουρο παρουσίασε τεράστια αύξηση όγκων στο +86%, με το μερίδιο του να φθάνει 26,44% στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών.
Μάλιστα συγκρίνοντας την εξέλιξη της κατανάλωσης τσίπουρου και ούζου αποτυπώνεται η δυναμική του πρώτου. Συγκεκριμένα το 2009 οι πωλήσεις ούζου ήταν 1.618 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, ενώ αντίστοιχα στο τσίπουρο ήταν 346 χιλ. 9λιτρα κιβώτια. Το 2022 οι πωλούμενες ποσότητες για το ούζο υποχώρησαν στα 799 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, ενώ το τσίπουρο «ανέβηκε» στα 500 χιλ. 9λιτρα κιβώτια.
Οι μεγάλοι «τσιπουράδες»
Με οικογενειακή παράδοση «διήμερου», αλλά ταυτόχρονα και ο πρώτος στη Θεσσαλία που «έκλεισε» το άγιο τσιπουράκι σε μπουκάλι εν έτει 1990, ο Κώστας Τσιλιλής είναι επί της ουσίας ένας από τους δύο, που νομιμοποίησαν το λευκό αυτό απόσταγμα, βάζοντάς το στα σαλόνια των αστών και όχι μόνο. Προηγήθηκε ο αείμνηστος Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, μέγας ρέκτης του τσίπουρου και της καλής παρέας, στην περιοχή της Μακεδονίας.
Η αμπελουργία – οινοποιία – αποσταγματοποιία Τσιλιλή ιδρύθηκε το 1989 στη Ράξα Τρικάλων, δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά τη ψήφιση του νόμου Τσοβόλα, που επέτρεπε την παραγωγή και τυποποίηση του τσίπουρου, από επίσημες αποσταγματοποιίες.
Σήμερα ο τζίρος της Κ. Τσιλιλής Α.Ε. έχει σπάσει το «φράγμα» των 10 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, το 2023 έκλεισε με κύκλο εργασιών 10,41 εκατ. ευρώ, έναντι 8,54 εκατ. το 2022 καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 30%, προερχόμενο αποκλειστικά από πωλήσεις αποσταγμάτων και οίνου, ενώ το μεικτό κέρδος επίσης αυξήθηκε από τα 2,25 εκατ. ευρώ στα 2,85 εκατ. ευρώ. Ο εξορθολογισμός των δαπανών και η βελτίωση του διαχειριστικού κόστους βοήθησαν ώστε το αποτέλεσμα της χρήσης να είναι κερδοφόρο φθάνοντας -μετά τους φόρους- σε 539.830,97 ευρώ, έναντι 523.900 ευρώ το 2022.
Η διοίκηση της εταιρείας δηλώνει αισιόδοξη για την μελλοντική της πορεία, δεδομένου ότι οι πωλήσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στις εξαγωγές, σταθεροποιήθηκαν και βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες.
Η καλύτερη οργάνωση του δικτύου πωλήσεων, η είσοδος σε νέες αγορές, η εισαγωγή προς παραγωγή και πώληση νέων προϊόντων, όπως το παλαιωμένο τσίπουρο, καθώς και οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό, εκτιμάται ότι αποτελούν πολύ καλά στοιχεία προκειμένου η εταιρεία να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο.
Και το τσίπουρο της οικογένειας Αποστολάκη έρχεται από τη Θεσσαλία, που θεωρείται η σημαντικότερη, με διαφορά, περιοχή παραγωγής τσίπουρου στην Ελλάδα. Η εταιρεία μπήκε στην παραγωγή τσίπουρου το 2000 και γενικά χρησιμοποιεί παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής.
Με την παραγωγή του Púro, ο Θάνος Καραθάνος είναι ένας από τους πρωτοπόρους στο παλαιωμένο τσίπουρο, ενώ έχει προχωρήσει στη δημιουργία σπάνιων ειδικών εμφιαλώσεων, όπως το Púro Single Barrel, που είναι το πρώτο ελληνικό παλαιωμένο απόσταγμα από ένα μοναδικό βαρέλι και το πρώτο ελληνικό cask strength (με αλκοόλ 50,4%).
Νέα μονάδα στο Δαμάσι Τυρνάβου αναπτύσσει η Ποτοποιία Πλωμαρίου Ισίδωρος Αρβανίτης όπου θα μεταφερθεί το αποσταγματοποιείο της οικογένειας των μονοποικιλιακών «τσίπουρο Δεκαράκι», που σήμερα παράγεται στο αποστακτήριο της οικογένειας Βασδαβάνου.
Ο σκοπός της επένδυσης ύψους 6,2 εκατ. ευρώ είναι η κάλυψη των αναγκών της ελληνικής αγοράς, αλλά και η έναρξη των εξαγωγών για το Δεκαράκι.
Η Ποτοποιία Πλωμαρίου φιλοδοξεί να λανσάρει το Δεκαράκι ως «ελληνικό παραδοσιακό τσίπουρο» σε χώρες που έχουν ήδη δείξει αυξημένο ενδιαφέρον για το ελληνικό απόσταγμα, όπως η Γερμανία και η Βουλγαρία, αλλά και χώρες της Μέσης Ανατολής, με το πλεονέκτημα και του μονοποικιλιακού αποστάγματος.
Το Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη ήταν ο πρώτος παραγωγός της ευρύτερης περιοχής που πίστεψε στο εμφιαλωμένο τσίπουρο. Ήδη από το 1992, σε μια εποχή που βασίλευε το χύμα παρουσίασε το Ηδωνικό, με και χωρίς γλυκάνισο, βάζοντας ουσιαστικά τις βάσεις για την ποιοτική αναβάθμιση και αναγνώριση αυτού του ιδιαίτερου προϊόντος.
Το παράνομο τσίπουρο και ένα ξεχασμένο βασιλικό διάταγμα
Το πρόβλημα είναι ότι μεγάλες ποσότητες τσίπουρου διακινούνται στην αγορά χωρίς επίσημα παραστατικά και χωρίς την καταβολή φόρου. «Για κάθε πέντε ποτήρια τσίπουρο που καταναλώνεται, ένα έχει φορολογηθεί» λένε παράγοντες του κλάδου των ποτοποιών και αποσταγματοποιών.
Ο ΕΦΚ που επιβάλλεται στα αλκοολούχα ποτά (εκτός ούζου και τσίπουρου) είναι διπλάσιος έναντι του αντίστοιχου φόρου στο εμφιαλωμένο ούζο, στο τσίπουρο και στη μπύρα. Περαιτέρω, υπάρχει μεγάλη διαφορά στη φορολόγηση εμφιαλωμένου τσίπουρου και προϊόντος απόσταξης διήμερων αποσταγματοποιών (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων), καθώς ο φορολογικός συντελεστής στο προϊόν απόσταξης διήμερων αποσταγματοποιών βρίσκεται στο 29% περίπου του συντελεστή που εφαρμόζεται στο επίσημο εμφιαλωμένο τσίπουρο.
Αυτή η διαφορά, σε συνδυασμό με την απουσία ελέγχων στην εμπορία του προϊόντος απόσταξης διήμερων αποσταγματοποιών (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων), ισχυροποιεί τα κίνητρα για την παραγωγή και (παράνομη) εμπορία του, αναφέρεται από το ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, στην κατηγορία των αλκοολούχων, το 2023 σημειώθηκαν 258 υποθέσεις κατασχέσεων, όπου μεταξύ άλλων, κατασχέθηκαν 181.289 λίτρα τσίπουρου – τσικουδιάς, 15.813 λίτρα κρασιού, 307 λίτρα μπύρας, 106.726 λίτρα αλκοολούχων έως 40ο vol, 20.894 λίτρα λικέρ και 32 άμβυκες.
Την ίδια ώρα, η αναχρονιστική νομοθεσία που αφορά την παλαίωση στερεί αξία από το τσίπουρο, όπως ειπώθηκε κατά την πρόσφατη ετήσια τακτική γενική συνέλευση των μελών του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ).
Συγκεκριμένα, με βάση τον νόμο 2969/2001 όπου ενσωματώνονται και ορισμένες διατάξεις νόμου του 1917 «Περί φορολογίας του οινοπνεύματος» όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με βασιλικό διάταγμα του 1939 για να μπορέσει κάποιος αποσταγματοποιός π.χ. τσίπουρου να παράξει και να διαθέσει παλαιωμένο τσίπουρο ενός, δύο, ή δέκα ετών, θα πρέπει να έρθει να υπάλληλος από το Χημείο του Κράτους να ζυγίσει και να σφραγίσει τα βαρέλια με βουλοκέρι και να τα αποσφραγίσει ξαναζυγίζοντάς τα όταν το αλκοολούχο ποτό θα είναι έτοιμο προς διάθεση.
Αυτή η διαδικασία ελέγχου της παλαίωσης για μια ποτοποιία καθίσταται πρακτικά αδύνατη βάσει των ισχυόντων δεδομένων.
«Δεν μπορεί να επενδύσει κανείς υπό αυτές τις συνθήκες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κος Κώστας Τσιτσιλής της ομώνυμης οινοποιίας -αποσταγματοποιίας στα Τρίκαλα, που έχει προχωρήσει στην παραγωγή παλαιωμένου τσίπουρου, όπως και αρκετοί άλλοι Έλληνες ποτοποιοί.
Αξίζει να επισημανθεί ότι σχετικά με την παλαίωση των οίνων δεν ισχύουν οι ίδιες δεσμεύσεις.
Οι αποσταγματοποιοί έχουν κατ’ επανάληψη διατυπώσει το αίτημα να εκσυγχρονιστεί και να απλοποιηθεί η νομοθεσία για την παλαίωση και ελπίζουν ότι η δημιουργία της Εθνικής Επιτροπής Αποσταγμάτων πιθανόν να συμβάλλει ώστε να βρεθεί η λύση.
Πηγή ΟΤ