Μπορεί οι χαρακτήρες στο Game of Thrones να έτρεμαν τον χειμώνα, στην πραγματικότητα, όμως, η φράση «το καλοκαίρι έρχεται» χρησιμεύει πλέον ως αυστηρή προειδοποίηση για επαγγελματικούς κινδύνους, καθώς οι εργαζόμενοι απειλούνται από τον αναμφισβήτητο αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής.
Στις 4 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC) ενέκρινε ψήφισμα που περιγράφει το περιεχόμενο μιας μελλοντικής οδηγίας με στόχο την πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου από τη ζέστη. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ETUC επιδιώκει μεγαλύτερη προστασία στον τομέα αυτό.
Η Ελλάδα έχει εγκρίνει προσωρινά την αναστολή της εργασίας σε εξωτερικούς χώρους σε περιόδους ακραίων θερμοκρασιών
Η ζέστη έχει σημαντικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, γεγονός εμφανές σε πρόσφατα γεγονότα όπως οι καύσωνες του περασμένου καλοκαιριού σε όλη την Ευρώπη, οι πυρκαγιές στην Καλιφόρνια τον περασμένο Φεβρουάριο και οι προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για συνεχή αύξηση και εντατικοποίηση των θερμοκρασιών τις επόμενες δεκαετίες.
Ο κόσμος της εργασίας δεν είναι καθόλου απρόσβλητος από αυτούς τους κινδύνους. Η κλιματική αλλαγή και η συνακόλουθη άνοδος των θερμοκρασιών απειλεί άμεσα την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), στην τελευταία έκθεσή της, «Διασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα», έχει ήδη απευθύνει προειδοποίηση για το κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Η έκθεση αναφέρει ότι 2,41 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι παγκοσμίως εκτίθενται στην υπερβολική ζέστη, με τον ευρωπαϊκό αριθμό να φτάνει τα 130 εκατομμύρια. Το κρίσιμο είναι ότι οι μελέτες πρόβλεψης δείχνουν πως οι κίνδυνοι αυτοί θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται.
Προς τι η καθυστέρηση στη δράση;
Κάθε καλοκαίρι, αναφέρονται στις ειδήσεις λεπτομερώς οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και οι εξουθενωτικές επιπτώσεις τους στους εργαζόμενους. Αυτό θέτει ένα σημαντικό ερώτημα: γιατί να περιμένουμε να δράσουμε;
Οι συζητήσεις γύρω από την υπερβολική ζέστη στους χώρους εργασίας συχνά περιορίζονται στα θανατηφόρα ατυχήματα. Ωστόσο, αυτό δημιουργεί ένα φαινόμενο που αντιμετωπίζει μόνο την ορατή κορυφή ενός πολύ μεγαλύτερου παγόβουνου. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πολύ πιο εκτεταμένο, περιλαμβάνοντας ένα ευρύ φάσμα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών.
Ένα σαφές παράδειγμα είναι το ευρύ φάσμα των επιπτώσεων στην υγεία που συνδέονται με την υπερβολική ζέστη, συμπεριλαμβανομένων «του θερμικού στρες, της θερμοπληξίας, της θερμικής εξάντλησης, της ραβδομυόλυσης, της θερμοπληξίας, των θερμικών κραμπών, του θερμικού εξανθήματος, των καρδιαγγειακών παθήσεων, της οξείας νεφρικής βλάβης, της χρόνιας νεφρικής νόσου και των σωματικών βλαβών».
Πιο πρόσφατα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA) αναγνώρισε το οικολογικό άγχος ως έναν αναδυόμενο κίνδυνο για την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία, που συνδέεται άμεσα με την άνοδο της θερμοκρασίας.
Επιπλέον, ενώ η υπερβολική ζέστη επηρεάζει κυρίως τους εργαζόμενους σε εξωτερικούς χώρους, άλλοι τομείς δεν μένουν καθόλου ανεπηρέαστοι. Το ίδιο ισχύει και για τα ατομικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων, όπως η ηλικία, το φύλο ή οι προϋπάρχουσες συνθήκες υγείας, που μπορεί να αυξήσουν την ευπάθεια. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση πρέπει να αντιμετωπίζει τόσο τις κοινές όσο και τις διαφοροποιημένες ανάγκες που δημιουργεί η υπερβολική ζέστη.
Για παράδειγμα, σκεφτείτε έναν εργαζόμενο που εκτελεί καθήκοντα σε εξωτερικούς χώρους, όπου οι θερμοκρασίες υπερβαίνουν τους 40°C. Τώρα, φανταστείτε τον ίδιο εργαζόμενο σε βιομηχανικό πλυντήριο, όπου τα βιομηχανικά σίδερα που φτάνουν τους 150°C ανεβάζουν σημαντικά τη θερμοκρασία του εργασιακού περιβάλλοντος. Τέλος, θεωρήστε ότι μία εργαζόμενη είναι 55 ετών και βρίσκεται στο προεμμηνοπαυσιακό στάδιο. Το συμπέρασμα είναι αυτονόητο: καθώς οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν διαφορετικά επίπεδα τρωτότητας, τα μέτρα προστασίας που εφαρμόζονται θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις διαφορές.
Μια ολοκληρωμένη και αναγκαία οδηγία
Η προτεινόμενη οδηγία περιγράφει τα εργαλεία προσαρμογής που αποσκοπούν στη μείωση της ευπάθειας των εργαζομένων στους κινδύνους που ενέχει η ακραία ζέστη, υιοθετώντας μια ολοκληρωμένη προοπτική. Οι βασικές πτυχές του ψηφίσματος περιλαμβάνουν εκκλήσεις για τον καθορισμό μέγιστων θερμοκρασιών εργασίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις τομεακές και προσωπικές συνθήκες.
Υποστηρίζει επίσης την υποχρεωτική αξιολόγηση του θερμικού κινδύνου, η οποία θα απαιτούσε έναν σαφή ορισμό της θερμικής καταπόνησης. Ένα άλλο προτεινόμενο εργαλείο είναι η εφαρμογή σχεδίων διαχείρισης της θερμότητας, τα οποία θα ρυθμίζουν τις αντιδράσεις στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν ήδη κανονισμούς που απαιτούν από τις εταιρείες να κοινοποιούν τις προειδοποιήσεις που εκδίδουν οι μετεωρολογικές αρχές.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης της υγείας τους σε σχέση με την ατομική τους ευπάθεια στην ακραία ζέστη, καθώς και το δικαίωμα να λαμβάνουν κατάρτιση για το θέμα αυτό. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να αναστέλλουν την εργασία τους σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου, και ακόμη, να λαμβάνουν κοινωνική προστασία κατά τη διάρκεια των στάσεων εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ψήφισμα ευθυγραμμίζεται με τη λογική της οδηγίας-πλαισίου για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, υποστηρίζοντας την προσέγγιση STOP, η οποία δίνει προτεραιότητα στα εξής: (1) υποκατάσταση ή εξάλειψη του κινδύνου, όπου είναι δυνατόν, (2) εφαρμογή τεχνικών μέτρων (π.χ. χώροι ψύξης), (3) υιοθέτηση οργανωτικών μέτρων (π.χ. συγκέντρωση της εργασίας σε ψυχρότερες ώρες) και (4) παροχή ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού.
Τελικά, η πρόταση της ETUC είναι τόσο αναγκαία όσο και κατάλληλη. Επιδιώκει την προσαρμογή της εργασίας σε έναν συγκεκριμένο και αυξανόμενο κίνδυνο που πλήττει όλο και περισσότερο τους εργαζόμενους, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την επαγγελματική υγεία και ασφάλεια, όπου οι αναδυόμενοι και μη κίνδυνοι απαιτούν στοχευμένη ρυθμιστική δράση.
Παραδείγματα προς μίμηση και κενά που πρέπει να καλυφθούν
Αυτή η προληπτική προοπτική έχει υιοθετηθεί από ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, η οποία έχει δεσμευτεί να θεσπίσει έναν ολοκληρωμένο κανονισμό για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Αν και ο κανονισμός αυτός δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να τον εγκρίνει εντός του τρέχοντος έτους.
Η Ελλάδα έχει επίσης εγκρίνει προσωρινά την αναστολή της εργασίας σε εξωτερικούς χώρους σε περιόδους ακραίων θερμοκρασιών. Ωστόσο, και τα δύο μέτρα εφαρμόστηκαν ως άμεση απάντηση σε συγκεκριμένα γεγονότα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Επί του παρόντος, οι κανονισμοί και τα μέτρα για το θέμα αυτό δεν είναι εναρμονισμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό ασκεί πρόσθετη πίεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς ορισμένα κράτη μέλη θα αρχίσουν να αναγνωρίζουν τον κίνδυνο και να λαμβάνουν μέτρα, ενώ άλλα θα παραμείνουν χωρίς συγκεκριμένη προστασία. Αυτή η έλλειψη εναρμονισμένης προστασίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με μια τέτοια οδηγία.
Κοιτάζοντας μπροστά, το πρόβλημα αυτό θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Η περιοχή της Μεσογείου, ειδικότερα, αναμένεται να αντιμετωπίσει σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι συνέπειες για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων θα γίνουν πιο σοβαρές, καθιστώντας τις προσπάθειες για την αντιμετώπισή τους όλο και πιο πολύπλοκες. Τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της πρέπει να υιοθετήσουν προληπτική και συντονισμένη δράση αντί για αντιδραστικές προσεγγίσεις.