Δεν φαίνεται να ξεκινάει με το δεξί ο διάλογος του υπουργείου Εργασίας με τους κοινωνικούς εταίρους, αν κρίνουμε από τη συνάντηση της ΓΣΕΕ με την υπουργό Νίκη Κεραμέως, νωρίτερα σήμερα 23 Ιουνίου.
Πρόκειται για την πρώτη συνάντηση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του νέου κύκλου διαβουλεύσεων, με αντικείμενο το υπό κατάρτιση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας με τίτλο «Απλοποίηση εργατικής νομοθεσίας, ενίσχυση εργαζομένων και υγείας και ασφάλειας στην εργασία».
Θα ακολουθήσουν συναντήσεις με εργοδοτικούς συνδέσμους: ΣΕΒ (επιχειρήσεις-βιομηχανίες), ΕΣΕΕ (εμπόριο), ΓΣΕΒΕΕ (μικρομεσαίοι), ΣΕΤΕ (τουρισμός) και ΣΒΕ (βιομηχανίες-Β.Ελλάδα).
Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας, με το υπό κατάρτιση νομοσχέδιο «επιδιώκεται η απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών πρόσληψης, η μείωση της γραφειοκρατίας, ο εκσυγχρονισμός εργατικών διατάξεων, η περαιτέρω θωράκιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η ενίσχυση της υγείας και ασφάλειας στην εργασία, η εναρμόνιση με τις διεθνείς συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την εργασία, η ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας. Παράλληλα, περιλαμβάνονται βελτιωτικές κοινωνικοασφαλιστικές διατάξεις».
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο δεν αφορά το σχέδιο δράσης για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις, που είναι και το πλέον φλέγον, το οποίο έχει χρονοδιάγραμμα ως τον Δεκέμβριο του 2025.
Για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας βρίσκεται επίσης σε εξέλιξη διάλογος, με τη ΓΣΕΕ να ζητάει την πλήρη επαναφορά του νομικού πλαισίου όπως ίσχυε πριν τα μνημόνια. Ζητάει μεταξύ άλλων την αποκατάσταση των αρχών της μετενέργειας, της επεκτασιμότητας και της καθολικότητας – οι οποίες είχαν αποδυναμωθεί σε βαθμό εξαφάνισης.
Καθώς όμως το τωρινό νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα – όπως η διευθέτηση χρόνου εργασίας – είναι άμεσα συνδεδεμένο και με το διάλογο για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.


Η υπουργός Εργασίας επιμένει ότι γίνεται ουσιαστικός διάλογος. Η ΓΣΕΕ λέει ότι δεν της δόθηκαν στοιχεία.
Τι (δεν) ειπώθηκε στη συνάντηση ΓΣΕΕ-υπ. Εργασίας
Μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, είναι το μήνυμα που αποκομίζει κανείς αντιπαραβάλλοντας τις ανακοινώσεις της υπουργού Εργασίας και της ΓΣΕΕ, πριν και μετά τη σημερινή συνάντηση.
Η υπουργός Νίκη Κεραμέως, δήλωσε ότι ο διάλογος που ξεκινάει είναι «θεσμικός αλλά κυρίως ουσιαστικός». Στόχος είναι «να διασφαλίσουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας, να ενισχύσουμε περαιτέρω τα δικαιώματα των εργαζομένων και να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και εκσυγχρονίζοντας διατάξεις του εργατικού δικαίου».
Η ΓΣΕΕ από την άλλη έκανε λόγο για μια γενικόλογη «εισαγωγική συζήτηση», από την οποία έλειπε το κύριο πιάτο: Οι διατάξεις του επερχόμενου νομοσχεδίου.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, η υπουργός έκανε «μια γενική αναφορά στο πνεύμα του σχεδίου νόμου» και ζήτησε την συμμετοχή της Συνομοσπονδίας στη διαβούλευση.
Οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ απάντησαν ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε δέσμευση, αν πρώτα δεν λάβουν γνώση των διατάξεων.
Περνώντας στο παρασύνθημα, είπαν ότι «ο κρίσιμος διάλογος που αφορά στον κόσμο της μισθωτής εργασίας σε μια περίοδο απομείωσης των εισοδημάτων, καλπάζουσας ακρίβειας και επιδείνωσης των εργασιακών συνθηκών, είναι αυτός για την αποκατάσταση των Eλεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων».
Η ΓΣΕΕ ζητάει από το υπουργείο να μην υπάρχουν διατάξεις στο τωρινό νομοσχέδιο που πρέπει και μπορούν να είναι αποτέλεσμα κοινωνικού διαλόγου, όπως οι ΣΣΕ και ο χρόνος εργασίας.
Συλλογικές διαπραγματεύσεις: Αποκατάσταση ή «βελτίωση;
Το χάσμα αντίληψης που χωρίζει το υπουργείο από τα συνδικάτα αποτυπώνεται ακόμα και στη διαφορετική ορολογία. Ενώ η ΓΣΕΕ ζητάει «αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων», η υπουργός Εργασίας κάνει απλώς λόγο για «βελτίωση του πλαισίου των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και της κάλυψης των εργαζομένων από αυτές», Αφήνει δηλαδή επίτηδες έξω από το κάδρο την επαναφορά του συλλογικού εργατικού δικαίου.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο δεν είναι άλλος από την επαναφορά του προμνημονιακού καθεστώτος για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) που ορίζει τον κατώτατο μισθό αλλά όχι μόνο αυτόν. Όπως είναι γνωστό από το 2012 η ΕΓΣΣΕ δεν ορίζεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά με υπουργική απόφαση. Η ΓΣΕΕ απαιτεί να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών, χωρίς να αποφασίζει μονομερώς το κράτος τον κατώτατο μισθό.
Η υπουργός έχει απαντήσει επανειλημμένα ότι ο κατώτατος μισθός είναι το «ελάχιστο δίκτυ προστασίας» και από εκεί και πέρα οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να συμφωνήσουν κάτι παραπάνω. Όμως όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, οι εργοδοτικές οργανώσεις (πλην εξαιρέσεων) εκμεταλλεύονται το «ξήλωμα» της εργατικής νομοθεσίας, και αποφεύγουν να υπογράψουν ΣΣΕ.
Μόνο δύο στους δέκα καλύπτονται από ΣΣΕ
Ως αποτέλεσμα, ο θεσμός των ΣΣΕ έχει σχεδόν καταρρεύσει. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ που επικαλείται η νεα έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ως και το 2010, πριν την κρίση, η κάλυψη των εργαζομένων από ΣΣΕ προσέγγιζε το 100% (προφανώς συμπεριλαμβάνοντας και τον κατώτατο μισθό).
Σήμερα καλύπτονται δυνητικά από κλαδικές και ομοιεπαγγελματικές ΣΣΕ, που βρίσκονται σε ισχύ, λιγότεροι από τρεις στους δέκα μισθωτούς εργαζόμενους (28%).
Η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ διευκρινίζει ότι ότι το πραγματικό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ είναι ακόμα πιο χαμηλό. Από τιις 47 ΣΣΕ, μόνο επτά συλλογικές συμβάσεις έχουν κηρυχτεί γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Οι ΣΣΕ αυτές αφορούν ξενοδοχεία, τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα, ιδιωτική ασφάλιση και πληρώματα πλοίων (ναυτικά επαγγέλματα) και καλύπτουν περίπου 502.630 εργαζομένους (20% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων).
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ακριβώς στον αντίποδα του στόχου της ΕΕ για τις ΣΣΕ, με το 80% των εργαζομένων να βρίσκονται στο έλεος της ατομικής διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη.
Σημάδι πάντως ότι κάτι αλλάζει είναι η υπογραφή ΣΣΕ στον κλάδο του μετάλλου για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια, η οποία θα τεθεί σε ισχυ το 2026. Αν κηρυχθεί υποχρεωτική η νέα ΣΣΕ θα καλύπτει περίπου 65.000 εργαζόμενους. Πάντως οι αυξήσεις που προβλέπει δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές, και κυμαίνονται από 4% ως 6,7% για τα εισαγωγικά κλιμάκια.