Σε νέα υψηλά αναμένεται να κινηθούν φέτος αλλά και το 2025 οι τιμές στα ακίνητα. Μεσίτες, αναλυτές και τράπεζες εκτιμούν ότι θα υπάρξει ηπιότερη άνοδο από την «έκρηξη» των προηγούμενων ετών.
Κύριοι παράγοντες που ενδυναμώνουν τη ζήτηση είναι το ενδιαφέρον από το εξωτερικό για την Golden Visa, η αυξημένη ζήτηση των νοικοκυριών για ιδιοκατοίκηση καθώς και ο επενδυτικός ρόλος που έχει αποκτήσει πλέον η κατοικία.
Οι υποψήφιοι αγοραστές κατοικίας καλούνται να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη καθώς η περαιτέρω αύξηση στα υλικά και τις εργασίες μετακυλίεται στο κόστος αγοράς κατοικίας.
Τα ακίνητα
Η Mπλε Κέδρος που διατηρεί την αλυσίδα ξενοδοχείων Cocomat αναφέρει πώς «με τις προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων να παραμένουν θετικές και με κινητήριες δυνάμεις τον τουρισμό, τη βελτίωση των υποδομών και τη σταδιακή ανανέωση του κτιριακού αποθέματος, εκτιμάται ότι η ανοδική πορεία των τιμών θα συνεχιστεί».
«Αναφέρει, επίσης ότι «η δυναμική της αγοράς οικιστικών ακινήτων κατά το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024 αποτυπώνεται τόσο στα στοιχεία της Golden Visa όσο και σε άλλους συναφείς δείκτες. Ειδικότερα, το 1ο τρίμηνο του 2024 οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα (στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) για την αγορά ακινήτων κατέγραψαν θετικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής (4,6%) και ανήλθαν σε 520 εκατ. ευρώ, έναντι 497 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Νότια Προάστια, Κυκλάδες, Βόρεια Προάστια, Λευκάδα και Πειραιάς αποτελούν τις 5 πιο ακριβές περιοχές
Η οικοδομική δραστηριότητα σε κατοικίες (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) συνέχισε σε επίπεδο χώρας να ενισχύεται σημαντικά την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, καταγράφοντας σε όρους δομήσιμου όγκου ετήσια αύξηση 47,3% και σε όρους αριθμού αδειών 60,9%».
Από την άλλη, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) βλέπει συνέχιση της ανόδου των τιμών των ακινήτων. Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική η ΤτΕ αναφέρει πώς με τις προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων να παραμένουν θετικές και με κινητήριες δυνάμεις τον τουρισμό, τη βελτίωση των υποδομών και τη σταδιακή ανανέωση του κτιριακού αποθέματος, εκτιμάται ότι η ανοδική πορεία των τιμών θα συνεχιστεί.
Ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης τα επόμενα τρίμηνα, ο ανοδικός κύκλος, σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, θα συνεχιστεί κυρίως λόγω της ανισορροπίας ζήτησης- προσφοράς.
Oι 5 ακριβότερες περιοχές
Οι σημερινές υψηλές τιμές αγοράς ακινήτων έχουν τεράστια απόσταση από αυτές του 2017 και το πρώτο τρίμηνο του έτους επιβεβαιώνει ότι το 2024 ήρθε για να τη μεγαλώσει.
Σε δημοφιλείς περιοχές της Αττικής οι τιμές είναι ήδη υπερδιπλάσιες.
Τα Νότια Προάστια της Αθήνας, οι Κυκλάδες, τα Βόρεια Προάστια της Αθήνας, η Λευκάδα και ο Πειραιάς αποτελούν τις 5 πιο ακριβές περιοχές της χώρας για αγορά κατοικίας κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του δείκτη τιμών SPI της Spitogatos σύμφωνα με τα οποία τα Νότια Προάστια αναδεικνύονται οι μεγάλοι κερδισμένοι της αγοράς ακινήτων των τελευταίων χρόνων καθώς συνεχίζουν να προσελκύουν κυρίως το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών.
Η μεγάλη αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος που υπάρχει για τα Νότια Προάστια και η οποία τροφοδοτείται και από το εν εξελίξει project του Ελληνικού έχει εκτοξεύσει πάνω από τα 3.800 ευρώ τις τιμές πώλησης στα Νότια Προάστια στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Οι αυξήσεις αυτές σημειώνονται κατά κύριο λόγο στο Ελληνικό, στον Άλιμο, στο Π. Φάληρο, στη Γλυφάδα και στη Βούλα.
Ο Πειραιάς διανύει μια νέα εποχή, καθώς η επέκταση του Μετρό έχει φέρει σημαντική αναβάθμιση στην περιοχή. Στον Πειραιά, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης διαμoρφώνεται στα 2.556 ευρώ ανά τ.μ. Στο κέντρο του Πειραιά, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 36%, ενώ στην περιοχή Ταμπούρια – Αγία Σοφία καταγράφηκε άνοδος 33,8%. Ακολουθούν η Δραπετσώνα με άνοδο 31,6%, η Ανθούσα με 29,7% και ο Άγιος Ιωάννης Ρέντης με 27,9%
Σε πρόσφατη ανάλυση του εβδομαδιαίου δελτίου οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank είχε επισημανθεί ότι σημαντικό ρόλο στην αύξηση των τιμών πώλησης κατοικιών τα τελευταία χρόνια έχει διαδραματίσει η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η οποία τα τελευταία τρία χρόνια ήταν σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πηγή: OT