Δεν είναι μόνο τα πανάκριβα ενοίκια, δεν είναι μόνο το ρεύμα, που ξετινάζει τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ιδίως τώρα το καλοκαίρι με τα κλιματιστικά στο φουλ, είναι και οι τιμές στα τρόφιμα, που τραβάνε ξανά την ανηφόρα.
Μπορεί το 2,8% του συνολικού πληθωρισμού στα τρόφιμα, που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ τον Ιούλιο, να μην φαίνεται εξωφρενικό, όταν ο εθνικός πληθωρισμός είναι 3,1% (και 3,7% ο εναρμονισμένος). Αν όμως σκεφτούμε ότι διανύουμε την έκτη συνεχόμενη χρονιά πληθωριστικών αυξήσεων, που μόνο στα τρόφιμα αγγίζουν αθροιστικά το 34,5%, ο λογαριασμός είναι δυσβάσταχτος.
Πόσο μάλλον όταν έχει αποδειχθεί ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων, όπως και της στέγασης, πλήττει πρωτίστως τα φτωχότερα νοικοκυριά, που ξοδεύουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης.
Συσσωρευμένη ακρίβεια
Η συσσωρευμένη ακρίβεια (και) στα τρόφιμα δεν είναι απλώς το «άχυρο που σπάει τη ράχη της καμήλας», κατά το γνωστό ρητό. Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι χτίζεται μια δυναμική πιθανής κλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων στο εγγύς μέλλον.
Η τάση αυτή είναι πιο ορατή όταν εξετάσουμε τις ανατιμήσεις στους υποδείκτες συγκεκριμένων ομάδων διατροφικών αγαθών, σε συνδυασμό με τις διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές των βασικών αγροδιατροφικων προϊόντων, που αποτελούν και χρηματιστηριακά εμπορεύματα.
Eκεί διαπιστώνουμε αυξήσεις που ζαλίζουν, ιδίως σε σύγκριση με το 2020. Έχουμε και λέμε: Σωρευτικές αυξήσεις στο ψωμί άνω του 36%, στο κρέας άνω του 40% – με το μοσχάρι να έχει ακριβύνει πάνω από 53%, το αρνί-κατσίκι πάνω από 55%, το χοιρινό σχεδόν 32%.
Το δε ελαιόλαδο, παρά τη «διόρθωση» των τιμών τον τελευταίο χρόνο, έχει ακριβύνει σωρευτικά πάνω από 75%. Tα φρέσκα φρούτα τα αγοράζουμε 37% ακριβότερα από ό,τι πριν την πανδημία, τα λαχανικά 31%, τις πατάτες 35%, το τυρί σχεδόν 40% κ.ο.κ. (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, μηναίοι υποδείκτες oμάδων, υπο-ομάδων ΔΤΚ έτους 2025)
Τα σοκολατοειδή στην ελληνική αγορά έχουν ακριβύνει πάνω από 64% – ενώ το χρηματιστηριακό ράλι συνεχίζεται. Τα τελευταία δύο χρόνια οι τιμές στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για τους κόκκους κακάο έχουν υπερδιπλασιαστεί, ενώ στα τέλη του 2024 είχαν πιάσει ιστορικό υψηλό με αυξήσεις άνω του 300%.
Πικρός στην Ελλάδα είναι και ο καφές, που έχει ακριβύνει πάνω από 44% στα καταστήματα τροφίμων, ενώ τσουχτερές είναι οι αυξήσεις και στον σερβιριζόμενο καφέ.
Ετήσιες και μηνιαίες ανατιμήσεις
Αν εξετάσουμε τον πληθωρισμό του τελευταίου δωδεκαμήνου (Ιούλιος 2024-25), βλέπουμε πολύ υψηλές ανατιμήσεις στα φρούτα, άνω του 19%, στον καφέ, σχεδόν 17% στα ψάρια 7% και στο κρέας άνω του 6%, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ.
Τα σούπερ μάρκετ δείχνουν ακόμα υψηλότερες αντιμήσεις στο φρέσκο κρέας, άνω του 9,6%. Σε επίπεδο μήνα, ανησυχητική είναι η επιστροφή του πληθωρισμού στο ελαιόλαδο, που ανατιμήθηκε κατά 9,5%.
Το δε επιχείρημα ότι οι πληθωριστικές πιέσεις, και στα τρόφιμα, είναι πρωτίστως εισαγόμενες, καταρρέει, αν δούμετα στοιχεία της Εurostat.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στα μη επεξεργασμένα (φρέσκα) τρόφιμα στην Ελλάδα είναι σταθερά πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού τους τελευταίους μήνες, με αποκορύφωμα τον Μάιο όταν άγγιξε το 9%, έναντι 4,3% του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Τον Ιούνιο κυμάνθηκε στο 7,8%, έναντι 4,6% στην ΕΕ, ενώ αναμένονται τα οριστικά στοιχεία για τον Ιούλιο.
Τι μπορεί να γίνει;
Η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να μειώσει τον ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, μολονότι υπάρχουν ευρωπαϊκές οδηγίες που το επιτρέπουν και μάλιστα το ενθαρρύνουν. Τον τελευταίο μήνα υπήρξε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το θέμα των έμμεσων φόρων, καθώς η χώρα μας ενδέχεται να οδηγηθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν κριθεί ότι δεν έχει ενσωματώσει τις υποχρεωτικές ρυθμίσεις των οδηγιών.
Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης κατά της μείωσης του ΦΠΑ, είναι ότι οι απώλειες για το κράτος θα είναι μεγαλύτερες από το όφελος των καταναλωτών. Υποστηρίζεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μειώσεων δεν θα περάσει στο ράφι, και θα την καρπωθούν οι μεσάζοντες.
Το δεύτερο, συμπληρωματικό, επιχείρημα, είναι ότι σε χώρες που εφαρμόστηκε υπερμειωμένος ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα, όπως η Ισπανία, έχουν υψηλότερο πληθωρισμό από εμάς. Μόνο που το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί απόλυτα, αφού εκθέσεις κεντρικών τραπεζών, δείχνουν ότι υπήρξε όφελος στον καταναλωτή τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μεσοπρόθεσμα. Για παράδειγμα, ο μηδενισμός του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα (ψωμί, αυγά, αλεύρι, γάλα, φρέσκα φρούτα, λαχανικά & κρέας) μεταφέρθηκε στον καταναλωτή κατά 50% σε βάθος διετίας.
Νέες έρευνες: Πότε η μείωση του ΦΠΑ περνάει στο ράφι
Αντίστοιχη, πιο πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που δημοσιεύθηκε στο διακεκριμένο επιστημονικό περιοδικό Journal of Public Economics, διαπιστώνει ότι η προσωρινή μείωση του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα στην Πορτογαλία, ωφέλησε σημαντικά τους καταναλωτές. Οι τιμές παρέμειναν χαμηλές για όλη τη διάρκεια της εφαρμογής του μέτρου, δείχνοντας ότι η «μετακύλιση» (pass through) στη λιανική ήταν επίμονη, ενώ οι τιμές αυξήθηκαν αναλογικά όταν ο ΦΠΑ επέστρεψε στα προηγούμενα επίπεδα. Bραχυπρόθεσμα η μείωση του ΦΠΑ μείωσε τον συνολικό πληθωρισμό σχεδόν κατά 0,7%. Κρίσιμο ρόλο έπαιξε τόσο η στάση των ίδιων των καταναλωτών, που ενημερώθηκαν για το μέτρο, αλλά και η μείωση των τιμών παραγωγού.
Ακόμα και η πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας, για τον ΦΠΑ και τον πληθωρισμό, σημειώνει μεν ότι η μείωσή του από μόνη της δεν αρκεί, όταν υπάρχουν ατελείς συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά (ολιγοπωλιακές και μονοπωλιακές δομές).
Όταν όμως οι μειώσεις του ΦΠΑ συνοδεύονται από βελτιώσεις στον ανταγωνισμό, τότε «παρατηρείται σημαντική και διαρκής μείωση του πληθωρισμού», καταλήγει η έρευνα. Προϋπόθεση δηλαδή είναι να «σπάσουν αυγά», να καταπολεμηθούν φαινόμενα στρέβλωσης του ανταγωνισμού, από αθέμιτες συμπράξεις (καρτέλ) και ολιγοπώλια με δεσπόζουσα θέση στην