Σε τροχιά ανόδου συνεχίζουν να κινούνται οι τιμές στο κρέας, πιέζοντας τα νοικοκυριά και μετατρέποντας το βόειο σε είδος πολυτελείας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μέσα σε έναν χρόνο – από τον Οκτώβριο του 2024– οι τιμές αυξήθηκαν κατά 10,6%, ενώ μόνο τον Οκτώβριο σημειώθηκε νέα άνοδος σε σχέση με τον Σεπτέμβριο. Πιο συγκεκριμένα, η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος αυξήθηκε κατά 5,3%, ακολουθούμενη από το αρνί και το κατσίκι με 3,4% και το χοιρινό με 1,6%.
Η Ελλάδα καλύπτει μόλις το 10–20% των αναγκών της σε βόειο κρέας
Η αυξημένη εξάρτηση από τις εισαγωγές, η συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και οι διεθνείς διακυμάνσεις στις τιμές διαμορφώνουν ένα δυσοίωνο σκηνικό για τους καταναλωτές και τους κτηνοτρόφους.
Παραμένει ακριβό το βόειο κρέας
Οι τιμές του βόειου κρέατος αναμένεται να παραμείνουν υψηλές, λόγω της περιορισμένης εγχώριας παραγωγής και της εξάρτησης από τις εισαγωγές. Η Ελλάδα καλύπτει μόλις το 10–20% των αναγκών της από δική της παραγωγή, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς διακυμάνσεις τιμών.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τη διακύμανση των τιμών στη χονδρική και στη λιανική. Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο (στις 7 Νοεμβρίου) του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ) οι τιμές στο εγχώριο μοσχάρι κινήθηκαν από 8,9 ευρώ/κιλό – 9,5 ευρώ/κιλό και στο εισαγόμενο από 9 – 10 ευρώ/κιλό, ενώ στο σούπερ μάρκετ (στοιχεία e-katanalotis) ανάλογα με το «κομμάτι» το εισαγόμενο βόειο κρέας πωλείται από 12,69 ευρώ κιλό (λάπα Γαλλίας) έως και 17,9 ευρώ/κιλό και το ελληνικό από 13,2 ευρώ κιλό (λάπα) έως και 16,9 ευρώ/κιλό.
Αντίστοιχα, οι τιμές στη χονδρική τιμή για το εγχώριο αρνί κυμάνθηκε από 10 ευρώ/κιλό – 11 ευρώ/κιλό και το ρουμάνικο από 9,5 ευρώ/κιλό – 11 ευρώ/κιλό. Η τιμή για το κατσίκι ήταν από 10,5 ευρώ/κιλό -11 ευρώ/κιλό και του χοιρινού από 3,2 ευρώ/κιλό – 3,6 ευρώ/κιλό.
Στο σούπερ μάρκετ το αρνί πωλείται από 13,4 ευρώ/κιλό έως 13,79 ευρώ/κιλό, το κατσίκι από 13,9 ευρώ/κιλό έως 14,19 ευρώ/κιλό και το χοιρινό από 4,99 ευρώ/κιλό έως 7,95 ευρώ/κιλό.
Η πίεση στις τιμές και την παραγωγή βόειου κρέατος δεν οφείλεται μόνο στην ενεργειακή κρίση και το αυξημένο κόστος ζωοτροφών, αλλά και στις περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η συρρίκνωση και η εξάρτηση
Η ελληνική βοοτροφία βρίσκεται σε πτωτική πορεία, καθώς σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), τα τελευταία χρόνια έχει εγκαταλείψει τον κλάδο περίπου το 6% των παραγωγών, κυρίως νέοι. Αυτό οδήγησε σε μείωση κατά 8% των εκμεταλλεύσεων που παράγουν ελληνικό βόειο κρέας.
Ήδη, η Ελλάδα καλύπτει μόλις 10% – 20% της ζήτησης για βόειο κρέας από εγχώρια παραγωγή, με αποτέλεσμα να εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τις εισαγωγές. Το 80% – 90% της κατανάλωσης προέρχεται από χώρες της Ε.Ε., όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Πολωνία και η Γερμανία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2024, η χώρα εισήγαγε κρέας αξίας 1,8 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 7,13% σε σχέση με το 2023. Από το 2021 έως σήμερα, η αξία των εισαγωγών έχει εκτοξευθεί κατά 56%.
Η ευρωπαϊκή «επιταγή»
Η πίεση στις τιμές και την παραγωγή βόειου κρέατος δεν οφείλεται μόνο στην ενεργειακή κρίση και το αυξημένο κόστος ζωοτροφών, αλλά και στις περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο της «Πράσινης Συμφωνίας» και της στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», η ΕΕ έχει θέσει στόχο μείωσης των εκπομπών μεθανίου κατά 30% έως το 2030. Το μεθάνιο, που προέρχεται κυρίως από την κτηνοτροφία και ειδικά από τα βοοειδή, θεωρείται το δεύτερο πιο ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου μετά το διοξείδιο του άνθρακα.
Για την επίτευξη του στόχου, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες –όπως η Ολλανδία, η Ιρλανδία και το Βέλγιο– έχουν ανακοινώσει προγράμματα μείωσης του ζωικού κεφαλαίου, ακόμη και με πρόωρες σφαγές κοπαδιών ή οικονομικά κίνητρα για αποχώρηση από την παραγωγή.
Η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους κτηνοτρόφους, που προειδοποιούν ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγής, αύξηση των εισαγωγών και νέα άνοδο των τιμών στα ράφια.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η παραγωγή βόειου κρέατος στις χώρες της ΕΕ παρουσίασε σημαντική μείωση το πρώτο εξάμηνο του 2025, σημειώνοντας πτώση κατά 10,75% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024, με τη συνολική παραγωγή να υποχωρεί στους 3,8 εκατ. τόνους από 4,3 εκατ. τόνους.
Πηγή: OT
