Με τις ανακαινίσεις του γηρασμένου κτιριακού δυναμικού τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην Περιφέρεια – ιδίως στα δημοφιλή νησιά – να αναπτύσσονται τάχιστα την τελευταία πενταετία, προκύπτει η ανάγκη περαιτέρω οριοθέτησης των διαδικασιών αλλά και των παρεμβάσεων που δύνανται να πραγματοποιηθούν.
Μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών Παναγιώτης Καρύδης εκφράζει την ανησυχία του για τον τρόπο που γίνονται οι ανακαινίσεις, τονίζοντας πως οι στρεβλώσεις πολλαπλασιάζονται «με την πίεση για κατοικίες, όπως και για την εξυπηρέτηση του τουρισμού, με ακίνητα τύπου Airbnb».
«Τα κτίριά μας είναι ζώντες οργανισμοί»
«Επικρατεί η προχειρότητα σε όλα τα επίπεδα και η πλειονότητα των ιδιοκτητών στηρίζεται στις άδειες μικρής κλίμακος. Απαξ και εκδοθεί μια τέτοια άδεια, η οποία αφορά ορισμένες επεμβάσεις σε μη φέροντα κυρίως στοιχεία και σε περιορισμένη έκταση, πολλοί επιλέγουν να προχωρήσουν σε ανακαινίσεις χωρίς να εξετάσουν καν τη φέρουσα ικανότητα της κατασκευής από πλευράς στατικής και σεισμικής ασφάλειας». Το ζήτημα, κατά τον ίδιο, αφορά κυρίως τις εσωτερικές εργασίες που δεν ορατές στο εξωτερικό των κτιρίων.
«Ετσι, πολύ εύκολα, μπορούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και όλα υπόκεινται στην… ευσυνειδησία του Ελληνα» σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής του Μετσοβίου και ειδικός στις αντισεισμικές κατασκευές, προσθέτοντας πως το ζήτημα δεν αφορά μόνο την κατεδάφιση φερόντων τοίχων, καθώς ειδικά στα παλαιά κτίρια μπορεί και οι μη φέροντες τοίχοι να συνεισφέρουν στη στατική ευστάθεια. «Ας είναι και από τούβλα, καθώς οι εργάτες τότε είχαν ιδιαίτερη εμπειρία στη δομή τοιχοποιίας. Στους κανονισμούς απαγορεύεται πάνω από ένα ποσοστό, π.χ. 20%, να καθαιρεθεί ο μη φέρων τοίχος».
«Αυτά που κάνουν οι ιδιοκτήτες είναι βέβαιο ότι θα τα πληρώσουν οι απόγονοί τους. Αφήνουν μια τραγική κληρονομιά, γιατί κάποια στιγμή θα γίνει σεισμός και 100% το πρόβλημα θα παρουσιαστεί σε αυτούς ή στα παιδιά και στα εγγόνια τους» συνεχίζει ο Παναγιώτης Καρύδης. Μάλιστα, αναφερόμενος στην… αποστροφή των ιδιοκτητών στους προσεισμικούς ελέγχους, φέρνει ως παράδειγμα έναν άνθρωπο που έχει συμπτώματα στην καρδιά και δεν πηγαίνει στον γιατρό, ανησυχώντας μην ακούσει άσχημα νέα.
«Αντίστοιχα, τα κτίριά μας είναι ζώντες οργανισμοί. Γεννιούνται και γερνούν, και με την πάροδο του χρόνου, τους σεισμούς, τις επεμβάσεις του περιβάλλοντος, τη διάβρωση, τις δονήσεις κ.λπ. χρειάζονται τη δέουσα προσοχή».
Η «μαύρη τρύπα» των προσεισμικών ελέγχων
Ο καθηγητής Αντισεισμικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας Προσεισμικού Ελέγχου Κτιρίων του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας Αναστάσιος Σέξτος εξηγεί ότι «όταν κάποιος εκδίδει άδεια μικρών εργασιών, δεν επιτρέπεται να θίξει στοιχεία του φέροντος οργανισμού, ανεξαρτήτως της κατάστασης του κτιρίου. Κάθε κατασκευή έχει τη δική της παθολογία και απόθεμα αντοχής και πάντως σίγουρα δεν έχει κάποιος δικαίωμα να βγάλει άδεια για πολύ μικρές εργασίες – οι οποίες είναι επισκευαστικού χαρακτήρα – και να προβεί σε καθαίρεση τοίχων που ήταν φέροντες. Το πρόβλημα συνεπώς έγκειται στη μη τήρηση των διαδικασιών και δυστυχώς η άδεια μικρών εργασιών χρησιμοποιείται ως πανάκεια».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αναστάσιος Σέξτος αναφέρεται στη «μαύρη τρύπα» στους προσεισμικούς ελέγχους. «Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τα 2/3 των κτιρίων έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1985, δηλαδή προ της θεσμοθέτησης σύγχρονων κανονισμών. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να θίξουμε σε μια κατασκευή, η γενική εικόνα είναι ότι ο δομικός μας ιστός χρειάζεται ουσιαστική αναβάθμιση, το οικονομικό φορτίο της οποίας είναι πρακτικά αδύνατο να το επωμιστούν οι πολίτες. Είναι επομένως απαραίτητο, εκτός από τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης ή επισκευών προς ενοικίαση που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, η Πολιτεία να θεσμοθετήσει ένα σχήμα που να συνδράμει τους ιδιοκτήτες των παλαιών κατοικιών για τη σεισμική αναβάθμιση αυτών» προτείνει ο ειδικός.
Premium Έκδοση Τα Νέα