«Έχουμε περισσότερα έσοδα με λιγότερους φόρους», δήλωσε σήμερα ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στο φορολογικό φόρουμ του ΟΟΣΑ.
Όπως είπε, βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η «αντιμετώπιση της υπερφορολόγησης που «κληροδότησε» η οικονομική κρίση χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική ισορροπία».
Σύμφωνα με τον υπουργό, τα έσοδα του Δημοσίου αυξήθηκαν σημαντικά, παρά τις μειώσεις φόρων, που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση, επειδή «οι χαμηλότεροι φόροι ενισχύουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη». Ως εκ τούτου, αυξήθηκαν τα εισοδήματα, η κατανάλωση, και επομένως τα χρήματα που εισρέουν στα κρατικά ταμεία.
Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Το μεγαλύτερο μερίδιο των δημοσίων εσόδων εξακολουθεί να προέρχεται από τους έμμεσους φόρους στα προϊόντα, το ΦΠΑ και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 14,3% του ΑΕΠ.
Πρόκειται για το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μετά την Κροατία και την Ουγγαρία, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, που είναι 10,3%
Δίκαιο φορολογικό σύστημα
Ο κ. Χατζηδάκης τόνισε τη σημασία ενός «ανταγωνιστικού και δίκαιου φορολογικού συστήματος», το οποίο επιτρέπει τη χρηματοδότηση βασικών υπηρεσιών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι υποδομές και η δημόσια ασφάλεια».
Το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι δίκαιο ένα μείγμα φορολογικής πολιτικής που εξαρτάται πρωτίστως από την έμμεση φορολογία, η οποία είναι από τη φύση της λιγότερο «αναλογική» από τη φορολογία εισοδήματος, αφού επιβαρύνει οριζόντια όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Στην πραγματικότητα, η υψηλή έμμεση φορολογία, ιδίως σε ζωτικής ανάγκης αγαθά. επιβαρύνει δυσανάλογα τα πιο αδύναμα στρώματα που ξοδεύουν αναγκαστικά το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για στέγαση και διατροφή.
Άνιση κατανομή φορολογικού βάρους
Σύμφωνα με επιστημονική μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα, η έμμεση φορολογία σε συγκεκριμένες κατηγορίες (στέγαση, είδη διατροφής, καπνός, επικοινωνίες) είναι η πλέον «αντίστροφα προοδευτική». Δηλαδή, αντί να κατανέμεται ανάλογα με το πόσο αυξάνεται το εισόδημα, έχει την ακριβώς αντίθετη ροπή: Τα φτωχότερα νοικοκυριά πληρώνουν πιο «ακριβά» τους έμμεσους φόρους στις συγκεκριμένες κατηγορίες, από ό,τι τα πλουσιότερα. Έμμεσοι φόροι, σε άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, όπως τα αυτοκίνητα και τα ταξίδια, θεωρούνται πιο «προοδευτικοί», αφού οι ανώτερες τάξεις ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους σε αυτά.
Ποιοί πληρώνουν τους έμμεσους φόρους;
Η ερευνήτρια του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Γεωργία Καπλάνογλου, θέτει το ερώτημα «Ποιοι πληρώνουν τους έμμεσους φόρους στην Ελλάδα;», και αποδεικνύει με στοιχεία ότι η ανισότητα στην ευημερία των νοικοκυριών επηρεάζεται από τη δομή της έμμεσης φορολογίας.
Αυτό έγινε πιο φανερό την τελευταία τριετία της πληθωριστικής κρίσης και των υψηλών ανατιμήσεων σε τρόφιμα και ενέργεια. Όπως γράφει η ερευνήτρια, τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους.
Τον Ιούνιο του 2022, για παράδειγμα, όταν καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός του έτους, το φτωχότερο 10% των νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις συνολικές του δαπάνες κατά 15,5% προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών είναι μόλις 6,4%
Όσο αυξάνονται οι τιμές των βασικών αγαθών, αυξάνονται ονομαστικά και οι έμμεσοι φόροι, γεμίζοντας μεν τα κρατικά ταμεία, αλλά αφαιμάζοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των λιγότερο προνομιούχων.
Επομένως, η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης στη φορολόγηση αποδυναμώνεται από την υψηλή βαρύτητα των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων.
Εκτόξευση εσόδων από ΦΠΑ
Σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού, η Ελλάδα περιμένει φέτος έσοδα από ΦΠΑ ύψους 24,4 δις. ευρώ, ποσό που αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2 δις. το 2025, στα 26,5 δις. Οι φόροι εισοδήματος από φυσικά πρόσωπα θα αυξηθούν επίσης, από τα 13,3 δισ. στα 15,1 δισ. ευρώ
Στην Ελλάδα οι φόροι στο εισόδημα αποδίδουν πολύ λιγότερο σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ως μερίδιο επί του ΑΕΠ. Το 2023 οι φόροι εισοδήματος στην Ελλάδα συνέβαλαν στο 9.3% του ΑΕΠ (από 8.1% το 2019), ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 12,8%.
Επιπλέον, με βάση έρευνα που δημοσίευσε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, σε συνεργασία με το Τax Foundation, ο συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα (24%) είναι από τους υψηλότερους στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στο δείκτη ανταγωνιστικότητας της φορολογίας η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την φορολόγηση της κατανάλωσης – 34η ανάμεσα σε 38 χώρες του ΟΟΣΑ.
Παρά την αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ λόγω των ανατιμήσεων, η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά τη μείωση των συντελεστών σε βασικά αγαθά, καθώς και τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε καύσιμα, καφέ κ.λπ. Το επιχείρημα είναι ότι το πλήγμα στα δημοσιονομικά είναι ασύμφορο και ότι οι μειώσεις δεν θα περάσουν στις τιμές λιανικής. Εν τω μεταξύ οι πιο φτωχοί εξακολουθούν να αναστενάζουν υπό το βάρος των ανατιμήσεων, με το βάρος των έμμεσων φόρων να τους επιβαρύνει αναλογικά όλο και περισσότερο.