Ένα διαρκές αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας διακατέχει τους Έλληνες πολίτες, παρά τα πρόσφατα σημάδια ανάπτυξης της οικονομίας. Τα εισοδήματα μπορεί να αυξάνονται όμως η απόσταση που μας χωρίζει από τον μέσο Ευρωπαίο εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Οι αιτίες είναι πολυεπίπεδες και βαθιά ριζωμένες.
Για να μπορέσει η Ελλάδα να ανεβάσει τη μέση αγοραστική δύναμη των πολιτών στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα θα πρέπει να διανύσει έναν μακρύ δρόμο με θετικούς ρυθμούς ( ανάπτυξης (άνω του 2%)
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων το 2024 ήταν 30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατατάσσοντας τη χώρα μας στην προτελευταία θέση της ΕΕ, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία.
Παράλληλα, στο πεδίο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μόλις δέκα από τα 27 κράτη-μέλη της Ένωσης ξεπερνούν τον μέσο όρο. Αυτή η σύγκριση αναδεικνύει τη σημαντική απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης.


Σημαντική απόσταση χωρίζει την Ελλάδα από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης
Μια βαθιά και διαχρονική ανισορροπία
Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές τα στοιχεία φανερώνουν μια βαθιά και διαχρονική ανισορροπία ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και την ανταμοιβή της εργασίας.
Η ελληνική οικονομία εμφανίζει διαχρονικά χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα αύξησης των μισθών χωρίς να πληγεί η ανταγωνιστικότητα.
Προηγήθηκε η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας που οδήγησε σε σημαντική μείωση των εισοδημάτων. Η απόκλιση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κατά κεφαλήν αυξήθηκε μετά την κρίση.
Παρά τις μειώσεις φόρων που έχουν γίνει, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλή έμμεση φορολογία (π.χ. ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η οποία πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Η Ελλάδα καταγράφει επίσης συχνά υψηλότερες ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες (ιδίως στα τρόφιμα) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις σε ονομαστικούς μισθούς να «εξαφανίζονται» από την ακρίβεια, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων μετά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχει περιορίσει αισθητά τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, διατηρώντας το μισθολογικό κόστος σε χαμηλά επίπεδα.
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων εντείνει το οικονομικό άγχος στους Έλληνες πολίτες, παρά τα πρόσφατα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας.
Η σύγκλιση απαιτεί πάνω από 10 χρόνια, ίσως και 15
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τους ειδικούς, για να μπορέσει η Ελλάδα να ανεβάσει τη μέση αγοραστική δύναμη των πολιτών στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα, θα πρέπει να διανύσει έναν μακρύ δρόμο. Η σύγκλιση απαιτεί πάνω από 10 χρόνια, ενδεχομένως και μία 15ετία, ενώ παράλληλα θα πρέπει να καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 2%, καθώς και συνεχείς βελτιώσεις του δείκτη της παραγωγικότητας.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της απόστασης που μας χωρίζει αξίζει να δούμε πως η αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα το 2008 αναλογούσε στο 94% της αγοραστικής δύναμης του μέσου Ευρωπαίου, για να υποχωρήσει ραγδαία μετά την κρίση και την είσοδο της χώρας στα μνημόνια στο 71% το 2012, στο 68% το 2016 και να διαμορφωθεί στο 70% το 2024.


Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη (ΑΕΠ) της Ελλάδας την επόμενη διετία συγκλίνουν σε θετικούς ρυθμούς
Οι προβλέψεις για την επόμενη διετία
Την διετία 2026-2027 οι προβλέψεις για την ανάπτυξη (ΑΕΠ) της Ελλάδας συγκλίνουν σε θετικούς ρυθμούς. Οι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί συμφωνούν ότι η ανάπτυξη θα καθοδηγηθεί κυρίως από:
- Επενδύσεις: Η ισχυρή ώθηση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) που αναμένεται να αυξήσει τις επενδύσεις κατά διψήφιο ποσοστό, ειδικά το 2026.
- Ιδιωτική Κατανάλωση: Η συνεχιζόμενη αύξηση των εισοδημάτων (μέσω αυξήσεων μισθών, κατώτατου μισθού και συντάξεων) και η μείωση της ανεργίας αναμένεται να στηρίξουν την ιδιωτική κατανάλωση.
- Δημόσιο Χρέος: Οι προβλέψεις συγκλίνουν στη συνεχή και σημαντική μείωση του λόγου του Δημόσιου Χρέους προς το ΑΕΠ, ενισχύοντας τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας.
Οι προβλέψεις από διάφορους φορείς, όπως έχουν δημοσιευτεί πρόσφατα (Οκτώβριος 2025), για την ανάπτυξη (ΑΕΠ) της Ελλάδας, διαμορφώνονται ως εξής:
- Η κυβέρνηση εκτιμά ανάπτυξη 2,4%, (Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2026)
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετεί τον ρυθμό στο 2,2%,
- Η Τράπεζα της Ελλάδος στο 2%,
- Ο ΟΟΣΑ προβλέπει 2,1%.
Το παραγωγικό μοντέλο
Με βάση τις αναλύσεις η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς με κύριο άξονα τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και την αύξηση της εγχώριας ζήτησης και όχι ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα προσπαθεί να βελτιώσει τη χαμηλή παραγωγικότητα, την περιορισμένη συμμετοχή της βιομηχανίας και της υψηλής τεχνολογίας στη συνολική παραγωγή, την εξάρτηση από υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας.