Δευτέρα, 16 Ιουνίου 2025
25.8 C
Athens

Μπορεί η Ευρώπη να αντέξει οικονομικά το πράσινο και ψηφιακό της μέλλον;

Οι νέες επενδύσεις είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η Ευρώπη ως προς την απαλλαγή της από τις εκπομπές άνθρακα και την ψηφιοποίηση, ωστόσο, η χρηματοδότηση παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της πράσινης πολιτικής της.

Εν μέσω ενός κλίματος λιτότητας, οι προσπάθειες των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να επιδοτήσουν και να «προσελκύσουν» ιδιωτικές επενδύσεις, κυρίως μέσω εγγυήσεων από το δημόσιο, δεν έχουν κατορθώσει να κλείσουν το έλλειμμα των πράσινων επενδύσεων στην Ευρώπη, το οποίο εκτιμάται σε περίπου 406 δισεκατομμύρια ευρώ, ή 2,6% του ΑΕΠ, το 2024.

Μια πρόσφατη έκθεση του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού, Μάριο Ντράγκι, ζητά επιπλέον ετήσιες επενδύσεις ύψους 750 δισεκατομμυρίων έως 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επίτευξη περαιτέρω γεωπολιτικών και διαρθρωτικών στόχων, ένα ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 4,5% του ΑΕΠ της ΕΕ για το 2023.

Εν τω μεταξύ, πολλά νέα προγράμματα που σχετίζονται με την πράσινη μεταποίηση, όπως ο νόμος περί «μηδενικών βιομηχανικών εκπομπών» ή το STEP (αντικαθιστά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Κυριαρχίας), δεν παρέχουν πρόσθετα χρήματα – κυρίως αναδιατάσσουν κεφάλαια από υπάρχοντα ταμεία.

Αυτοί οι αριθμοί ακούγονται μεν μεγάλοι, αλλά επισκιάζονται από το κόστος που έχουν επωμιστεί οι κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια πολέμων και χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Ιστορικά, το δημόσιο χρέος έχει σχεδόν διπλασιαστεί κατά μέσο όρο μετά τις εγχώριες τραπεζικές κρίσεις.

Καθώς η κλιματική κρίση γίνεται ολοένα και πιο κρίσιμη, το Social Europe παρουσιάζει ιδέες για την αύξηση της χρηματοδότησης του πράσινου μετασχηματισμού από την ΕΕ – πέρα ​​από την επικρατούσα προσέγγιση της επιδότησης ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών.

Σταθερή έκδοση ομολόγων

Ως κεντρικό στοιχείο του προγράμματος NextGenerationEU (2021-2026), ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συγκέντρωσε 723,8 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω ομολόγων της ΕΕ για την ανακούφιση των οικονομικών δυσκολιών της πανδημίας Covid-19.

Οι μελετητές έχουν αναφερθεί στον μηχανισμό ως μια συμφωνία-ορόσημο και ένα καινοτόμο ευρωπαϊκό επενδυτικό μοντέλο. Τα φτωχότερα κράτη μέλη έλαβαν αναλογικά μεγαλύτερα ποσά για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, μεταξύ άλλων σκοπών.

Παρόλο που αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προς τα εμπρός, ο προσωρινός χαρακτήρας του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει μειώσει την αποτελεσματικότητα ορισμένων από τους πόρους του.

Η μικρότερη κλίμακα δανεισμού σε σύγκριση με τις εθνικές κυβερνήσεις έχει επίσης αυξήσει το κόστος του χρέους του. Παρά το γεγονός ότι έχουν αξιολόγηση τριπλού Α, τα 10ετή ομόλογα αναφοράς της ΕΕ, τα περισσότερα των τελευταίων ετών, διαπραγματεύονται σε υψηλότερα επιτόκια από τα αντίστοιχα γερμανικά και γαλλικά.

Αντίθετα, η σταθερή έκδοση ομολόγων της ΕΕ θα μειώσει το κόστος του χρέους, θα βελτιώσει τον δημοσιονομικό χώρο της ΕΕ εν μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και θα αντισταθμίσει τις περιφερειακές ανισορροπίες εντός της Ένωσης.

Μόνιμο επενδυτικό ταμείο

Πολλά τρέχοντα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του InvestEU, έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, που λήγει το 2026 και το 2027 αντίστοιχα. Αυτή η πεπερασμένη προσέγγιση δεν ευνοεί τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που απαιτείται τόσο για τους ιδιωτικούς όσο και για τους δημόσιους φορείς για την υλοποίηση του διττού πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού.

Επομένως, οι μακροπρόθεσμοι μηχανισμοί χρηματοδότησης είναι απαραίτητοι. Μια νομικά απλή επιλογή για διαρκείς δημόσιες επενδύσεις θα ήταν μέσω της δημιουργίας ενός μόνιμου ευρωπαϊκού επενδυτικού ταμείου, όπως ήταν το «Ταμείο Κυριαρχίας».

Ένα τέτοιο ταμείο θα μπορούσε να παρέχει, για παράδειγμα, «τουλάχιστον το 1% της οικονομικής ετήσιας παραγωγής της ΕΕ» για την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της Ευρώπης και την κάλυψη των αναγκών της σε επενδύσεις για το κλίμα. Το ταμείο θα μπορούσε να δώσει προτεραιότητα σε ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά, όπως οι σιδηροδρομικές υποδομές, η πρόληψη πανδημιών, τα ολοκληρωμένα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και ένα δίκτυο 5G σε ολόκληρη την ΕΕ.

Προοδευτική φορολογία

Τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο έχει μειωθεί ο λόγος των φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ, αλλά και το βάρος της φορολογίας έχει μετατοπιστεί ολοένα και περισσότερο από το κεφάλαιο στην εργασία.

Οι κεφαλαιακοί κι επενδυτικοί ανταγωνισμοί σε μια εποχή ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις να μειώνουν διαδοχικά τους φόρους επί των κερδών, του εισοδήματος από κεφάλαια, της ακίνητης περιουσίας, του πλούτου, των δωρεών και της κληρονομιάς. Αυτό έχει υπονομεύσει τον δημοσιονομικό χώρο που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για τις απαραίτητες επενδύσεις.

Παρόλο που αποτελεί πολιτική πρόκληση, υπάρχουν αυξανόμενες εκκλήσεις για κοινή φορολογία στην Ευρώπη. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν κοινούς φόρους επί του πλούτου, των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, των κεφαλαιακών κερδών και των εκπομπών άνθρακα, μαζί μ’ έναν ευρωπαϊκό εταιρικό φόρο. Όλα αυτά μαζί θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν πόρους ισοδύναμους με 4-8% του ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ.

Κοινή χρήση κινδύνων και κερδών

Οι αγορές δεν είναι απολιτικοί θεσμοί, αλλά συνδημιουργούνται από φορείς του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Ενεργώντας ως επενδυτές πρώτης ανάγκης και συνδημιουργώντας/διαμορφώνοντας αγορές, τα κράτη παρέμειναν βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη ριζοσπαστική καινοτομία.

Ωστόσο, εν μέσω περιορισμένων δημοσιονομικών πόρων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη προσπάθησαν να χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση μέσω οικονομικής «απορρόφησης κινδύνου» – της απορρόφησης διαφόρων επιχειρηματικών κινδύνων από τον δημόσιο τομέα για την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων.

Αντί να επιδοτούν τα κέρδη και να κοινωνικοποιούν τους κινδύνους, μια προοδευτική στρατηγική απορρόφησης κινδύνου θα πρέπει να περιλαμβάνει όρους για τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν επιδοτήσεις.

Μέσω προϋποθέσεων, θα μπορούσαν να απαιτούν από τις εταιρείες

  • να επανεπενδύσουν τα κέρδη σε Έρευνα και Ανάπτυξη, εκπαίδευση εργαζομένων ή άλλες παραγωγικές δραστηριότητες·
  • να διασφαλίσουν το δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και αξιοπρεπείς μισθούς·
  • να συμφωνήσουν σε συστήματα κοινής χρήσης κερδών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μέσω δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των κερδών ή μέσω μερικής κρατικής συμμετοχής·
  • να χορηγήσουν στον δημόσιο τομέα πρόσβαση, για παράδειγμα, σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ως αντάλλαγμα για επιδοτήσεις·
  • και, πρώτον, να επιβάλλουν φόρους στα υπερβάλλοντα κέρδη και, δεύτερον, να εισαγάγουν απαγορεύσεις στις υπερβολικές αμοιβές των μετόχων, συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων και των επαναγορών μετοχών.

Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο των βιομηχανικών πολιτικών της κυβέρνησης Μπάιντεν προσφέρουν ορισμένα παραδείγματα. Ο νόμος CHIPS απαγόρευσε εν μέρει τις πληρωμές μερισμάτων ή τις επαναγορές μετοχών, ενώ ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού επέβαλε φόρο κατανάλωσης 1% στις επαναγορές μετοχών.

Παράλληλα, μια μισθολογική ρήτρα σε συγκεκριμένες εταιρείες όριζε ότι οφείλουν να καταβάλλουν αξιοπρεπείς μισθούς και παροχές. Τέτοια μέτρα, όπως επεσήμανε σε πρόσφατη έκθεση και ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα, απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό στην ΕΕ.

Επιπλέον, ενώ οι πιστωτικές εγγυήσεις περιορίζουν την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επισυνάπτει κριτήρια απόδοσης ή όρους στην οικονομική υποστήριξη, οι επιχορηγήσεις προσφέρουν στα θεσμικά όργανα της ΕΕ μεγαλύτερο έλεγχο επί των μηχανισμών κατανομής κερδών και των όρων που βασίζονται στην απόδοση, σύμφωνα με μια σύνοψη πολιτικής του Κέντρου «Ζακ Ντελόρ».

Αξιοποίηση των αναπτυξιακών τραπεζών

Οι πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 1/3 της χρηματοδότησης για το κλίμα προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και το 10% των παγκόσμιων επενδύσεων ετησίως. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες ανάπτυξης, όπως η γερμανικήKfW και η γαλλική CDC, συγκαταλέγονται και στους σημαντικότερους πράσινους χρηματοδότες της Ευρώπης.

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για παράδειγμα, χρηματοδότησε το 40% της υπεράκτιας αιολικής ισχύος της Ευρώπης από το 2020. Η Επιτροπή έχει επίσης προτείνει μια «Τράπεζα Βιομηχανικής Απανθρακοποίησης», με στόχο τη χρηματοδότηση 100 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2026, αν και η τελική της δομή μένει να φανεί.

Περισσότεροι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να διατεθούν σε αυτές τις τράπεζες για τη δημιουργία πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων κρατικών επενδυτικών ταμείων, δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων, περιουσιακών στοιχείων κεντρικών τραπεζών και Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων του ΔΝΤ. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε επίσης να αξιοποιηθεί με την αποδοχή νέων κρατών μελών, ενώ παράλληλα θα λαμβάνει αυξημένο καταβεβλημένο κεφάλαιο από τα υπάρχοντα μέλη.

Καθώς η Ευρώπη δεν διαθέτει χρηματοδότηση μετοχικού κεφαλαίου, οι τράπεζες ανάπτυξης είναι επίσης κατάλληλες να αναλάβουν μετοχικές συμμετοχές σε νεοσύστατες τεχνολογικές επιχειρήσεις. Γιατί;

  1. Οι δημόσιες επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου βοηθούν στην πρόληψη της μη βιώσιμης μόχλευσης των επιχειρήσεων.
  2. Τα δημόσια μερίδια μετοχικού κεφαλαίου ενισχύουν την ικανότητα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να κατευθύνουν την πράσινη τεχνολογική καινοτομία πιο αποτελεσματικά.
  3. Η επέκταση της χρήσης μετοχικών μέσων επιτρέπει στις αναπτυξιακές τράπεζες όχι μόνο να απορροφούν τους κινδύνους αλλά και να μοιράζονται τα οφέλη των επιτυχημένα συγχρηματοδοτούμενων καινοτόμων επιχειρήσεων – αποδόσεις που μπορούν να επανεπενδυθούν για την υποστήριξη μελλοντικών έργων και δανειοδοτικών δραστηριοτήτων.

Μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν κατάφερε να περιορίσει τους δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ της Ευρώπης. Η συμβολή του στη δημοσιονομική συγκράτηση μείωσε επίσης τη ζήτηση και ήταν επιζήμια για την αναπτυξιακή απόδοση της ΕΕ τα χρόνια μετά από την οικονομική κρίση του 2008.

Η δημόσια υποεπένδυση συνετελέσθη χρόνια πριν από την κρίση, ενώ έκτοτε οι επενδύσεις δημόσιου χαρακτήρα απέκτησαν αρνητικό πρόστιμο ή παρέμειναν στάσιμες σε όλη την Ευρώπη. Η ανάγκη μεταρρύθμισης του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ έχει επίσης επισημανθεί από μελέτες που δημοσίευσε το ΔΝΤ.

Το όριο αναφοράς του 60% για το δημόσιο χρέος επιλέχθηκε αυθαίρετα, σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Βίτορ Κονστάντσο, σε μια εποχή που οι επενδύσεις στο κλίμα και την ψηφιοποίηση θεωρούνταν λιγότερο πιεστικές. Οι προοδευτικοί ακτιβιστές, οι ακαδημαϊκοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει επομένως να συνεχίσουν να κινητοποιούνται για μακροπρόθεσμες εναλλακτικές λύσεις στο υπάρχον συσταλτικό δημοσιονομικό πλαίσιο.

Ισχυρό κράτος, όχι απλά επιδοτήσεις

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη αντιλαμβάνονται τις εγγυήσεις δημόσιων επενδύσεων ως μια φθηνή εναλλακτική λύση για την ώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων προς κοινωνικά σημαντικούς αλλά κατά τα άλλα μη κερδοφόρους προορισμούς. Αυτό έχει καταδειχθεί από τα προγράμματα EFSI και InvestEU. Η έκθεση Λέτα πρότεινε ομοίως την έναρξη μιας «Ευρωπαϊκής Πράσινης Εγγύησης».

Καθώς τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν καταφέρει να κλείσουν το κενό των πράσινων επενδύσεων στην Ευρώπη, είναι σαφές ότι οι εταιρικές επιδοτήσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις υπερεθνικές δημόσιες επενδύσεις και δανεισμό.

Μια διευρυμένη δημοσιονομική ικανότητα είναι επιτακτική για την επιτάχυνση της απαλλαγής της Ευρώπης από τον άνθρακα, είτε μέσω σταθερών ομολόγων της ΕΕ, φορολογίας, ενός μόνιμου επενδυτικού ταμείου της ΕΕ, της περαιτέρω μόχλευσης των δημόσιων αναπτυξιακών τραπεζών είτε ενός συνδυασμού αυτών των προσεγγίσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA