Πολλά είναι τα δημοσιεύματα που υποστηρίζουν ότι η πρόσληψη ατόμων της Gen Z είναι δύσκολη για αρκετούς λόγους, αλλά μία νέα αιτία προκαλεί εντύπωση. Επικεφαλής εταιρειών φαίνεται ότι ανησυχούν πως οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι μπορεί να αποκαλύψουν μυστικά του χώρου εργασίας τους.
Και όλα αυτά; Για να κερδίσουν likes και επιβεβαίωση στα social media.
Τι δείχνει έρευνα για τους εργαζόμενους της Gen Z
Το PasswordManager.com δημοσίευσε μια νέα έρευνα που εξετάζει πώς οι επικεφαλής των επιχειρήσεων βλέπουν τους υπαλλήλους της Gen Z (όσους γεννήθηκαν από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2010), ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση ευαίσθητων εταιρικών πληροφοριών.
Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι πολλοί εργοδότες ανησυχούν για τη νεότερη γενιά, με σχεδόν τους μισούς από τους ερωτηθέντες να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να διαρρεύσουν μυστικά για να τραβήξουν την προσοχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με το Beta News.
Η έκθεση βασίζεται σε απαντήσεις από 1.000 επικεφαλής επιχειρήσεων των ΗΠΑ και περιλαμβάνει τόσο σκόπιμες όσο και ακούσιες διαρροές.
Πάνω από τους μισούς από τους ερωτηθέντες, το 52%, δήλωσαν ότι ανησυχούν πολύ ή αρκετά για το γεγονός ότι η Γενιά Z αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια.
Σχεδόν οι μισοί, το 47%, πίστευαν ότι οι εργαζόμενοι της Gen Z ενδέχεται να διαρρεύσουν σκόπιμα μυστικά στο διαδίκτυο.
Το 19% παραδέχτηκε ότι δεν εμπιστεύεται τους υπαλλήλους της Γενιάς Z με σημαντικές πληροφορίες, ενώ το 45% δήλωσε ότι οι νεότεροι υπάλληλοι είναι πιο πιθανό να διαρρεύσουν πληροφορίες σε σύγκριση με άλλες γενιές.
Σχεδόν οι μισοί, το 47%, πίστευαν ότι οι εργαζόμενοι της Gen Z ενδέχεται να διαρρεύσουν σκόπιμα μυστικά στο διαδίκτυο για να κερδίσουν «likes» ή για να δημιουργήσουν περιεχόμενο.


Στην εξίσωση του προβλήματος προστίθεται και η ελλιπής πληροφόρηση προς τους εργαζόμενους.
Ο Γκουνάρ Κάλστρομ, εμπειρογνώμονας σε θέματα πληροφοριακών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας, εξήγησε ότι μέρος του προβλήματος είναι η έλλειψη σαφών πολιτικών.
«Το πρόβλημα είναι ότι οι νεότεροι υπάλληλοι δεν κατανοούν πάντα πλήρως τι θεωρείται ευαίσθητη πληροφορία, επειδή οι εταιρείες συχνά δεν την ορίζουν με σαφήνεια και δεν την τοποθετούν στο σωστό πλαίσιο», είπε. «Αν και οι νεότερες γενιές συχνά χαρακτηρίζονται ως απερίσκεπτες, μεγάλο μέρος του προβλήματος προέρχεται από ασαφείς οδηγίες και ξεπερασμένη εκπαίδευση που δεν έχει εξελιχθεί ώστε να ταιριάζει με τις ψηφιακές τους συνήθειες».
Διαρροές πληροφοριών
Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι το 18% των επιχειρηματικών ηγετών έχει ήδη δει υπαλλήλους της Γενιάς Z να διαρρέουν πληροφορίες.
Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν περιλαμβάνουν εργαζόμενους που τράβηξαν βίντεο στο TikTok τα οποία αποκάλυψαν κατά λάθος δεδομένα πελατών, βιντεοσκόπησαν κοντά σε εμπιστευτικές παρουσιάσεις, δημοσίευσαν στιγμιότυπα από εξ αποστάσεως συναντήσεις και μοιράστηκαν επιδείξεις προϊόντων πριν από την κυκλοφορία τους.


Οι επικεφαλής των εταιρειών εκφράζουν έντονη ανησυχία για την διαρροή πληροφοριών.
Ορισμένοι επικεφαλής ανέφεραν επίσης υπαλλήλους που χρησιμοποιούσαν δεδομένα πελατών σε βίντεο ή διέρρεαν ειδήσεις σχετικά με απολύσεις σε δημοσιογράφους.
Αυτές οι διαρροές συνδέθηκαν με βλάβη της φήμης στο 54% των περιπτώσεων, βλάβη των σχέσεων με τους πελάτες στο 52%, νομικά ζητήματα στο 47% και οικονομικές απώλειες στο 42%.
Tο ένα τρίτο των επικεφαλής των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι αποφεύγουν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους της Γενιάς Ζ λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια.
Οι εταιρείες ανταποκρίνονται σε αυτό το ζήτημα με διαφορετικούς τρόπους. Το 58% ανέφερε ότι ενίσχυσε την εκπαίδευση και την κατάρτιση σε θέματα εμπιστευτικότητας, ενώ το 18% εξετάζει παρόμοια μέτρα.
Ωστόσο, σχεδόν το ένα τρίτο των επικεφαλής των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι αποφεύγουν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους της Γενιάς Ζ λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια.
«Οι εταιρείες πρέπει να εκπαιδεύουν αποτελεσματικά τους νεότερους υπαλλήλους σε θέματα ασφάλειας και εμπιστευτικότητας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κάλυψη του χάσματος μέσω εξατομικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης σε θέματα ασφάλειας, εκσυγχρονισμένων και σαφώς διατυπωμένων πολιτικών και ανοιχτού διαλόγου», δήλωσε ο Κάλστρομ.