Ο δείκτης «κινδύνου φτώχειας» (at-risk-of-poverty rate) είναι ο σημαντικότερος δείκτης που χρησιμοποιεί η Eurostat για να μετρήσει την οικονομική ευημερία και την ανισότητα. Δεν μετράει την απόλυτη φτώχεια αλλά το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν με σημαντικά λιγότερα χρήματα από τον μέσο όρο (σχετική φτώχεια).
Ένας άνθρωπος θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αν το εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος.
Περισσότεροι από 72 εκατομμύρια πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατατάχθηκαν το 2024 στην κατηγορία «σε κίνδυνο φτώχειας», ποσοστό που αντιστοιχεί στο 16,2% του πληθυσμού
Στην Ευρώπη δεν έχουν εκλείψει οι ανισότητες παρότι η ήπειρός μας, σε σύγκριση με ΗΠΑ, Κίνα ή Λατινική Αμερική, βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της Eurostat 72 εκατ. ευρωπαίοι θεωρούνται σε κίνδυνο φτώχειας, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 16,2% του πληθυσμού. Ωστόσο, η ζωή στο όριο της φτώχειας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, καθώς τα εθνικά όρια εισοδήματος παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις.
1.079 ευρώ τον μήνα
Όπως επισημαίνει η Eurostat, ο δείκτης αυτός δεν αποτυπώνει τον πραγματικό πλούτο ή την υλική στέρηση, αλλά το χαμηλό εισόδημα σε σχέση με τον μέσο όρο της χώρας — κάτι που «δεν συνεπάγεται απαραίτητα χαμηλό βιοτικό επίπεδο».
Τη διετία 2022-2024, οι ανισότητες πιέζονται προς τα πάνω λόγω και του πληθωρισμού.
- Ο πληθωρισμός χτυπάει περισσότερο τους φτωχούς, γιατί ξοδεύουν σχεδόν όλο το εισόδημά τους σε φαγητό και ενέργεια (που ακρίβυναν πολύ).
- Οι πλουσιότεροι, που ξοδεύουν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά, επηρεάζονται λιγότερο.
Το ετήσιο διάμεσο ισοδύναμο εισόδημα ανά άτομο το 2024 ανήλθε σε 21.582 ευρώ. Το 60% αυτού του ποσού —δηλαδή 12.949 ευρώ τον χρόνο ή περίπου 1.079 ευρώ τον μήνα— αποτελεί το όριο κάτω από το οποίο κάποιος θεωρείται ότι κινδυνεύει από φτώχεια.
Μεγάλες διαφορές
Σε μια περίοδο έντασης, με γεωπολιτικές εξελίξεις, οικονομικές προκλήσεις, κοινωνικές εντάσεις να κυριαρχούν στην επικαιρότητα οι εθνικές διαφορές είναι εντυπωσιακές:
Αν συμπεριληφθούν οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες και τα κράτη της EFTA, το εύρος ξεκινά από 201 ευρώ στην Τουρκία και φτάνει έως 2.596 ευρώ στην Ελβετία. Η Νορβηγία κλείνει την τριάδα με τις χώρες πάνω από τα 2.000 ευρώ.
Στη Δανία, την Αυστρία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, το όριο κυμαίνεται μεταξύ 1651 και 1742 ευρώ. Αντίθετα, σε αρκετές χώρες —μεταξύ των οποίων η Λετονία, η Πορτογαλία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Ελλάδα και η Σλοβακία— το επίπεδο αυτό δεν ξεπερνά τα 750 ευρώ. Σε Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία και Τουρκία πέφτει κάτω από τα 500 ευρώ.
Η χώρα μας βρίσκεται μια ανάσα από τον πάτο της σχετικής λίστας. Την προσπερνούν μόνο οι: Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία και οι: Σερβία και Τουρκία.
Υπάρχει όμως και μια ιδιαιτερότητα. Σύμφωνα με την έκθεση της Εurofound, η οποία βασίζεται σε στοιχεία της ΕΚΤ, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες όπου το χάσμα στην ανισοκατανομή του πλούτου, σε ό,τι αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών, είναι λιγότερο βαθύ. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι στην Ελλάδα ακόμα υπάρχει διάσπαρτος μικρός κλήρος και μέχρι πρόσφατα τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης ήταν πιο υψηλά από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όπως εξηγεί η έκθεση της Εurofound, η ιδιόκτητη κατοικία παίζει σημαντικό ρόλο και στην κατανομή του πλούτου.
Οι χώρες με υψηλότερα επίπεδα ιδιοκτησίας κατοικίας τείνουν να έχουν μικρότερη ανισότητα στον πλούτο, ενώ οι χώρες όπου η πρόσβαση σε άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία είναι πιο διαδεδομένη τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανισότητα.
Στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανία έχει το υψηλότερο όριο (1.381 ευρώ), ακολουθούμενη από τη Γαλλία (1.278), την Ιταλία (1.030) και την Ισπανία (965).
Τι γίνεται όταν συγκριθούν τα όρια εισοδήματος σε όρους αγοραστικής δύναμης
Αν τα στοιχεία μετατραπούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), οι διαφορές περιορίζονται αλλά παραμένουν σημαντικές. Το όριο κυμαίνεται από 449 PPS στη Σερβία έως 1.889 στο Λουξεμβούργο.
Η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Ελλάδα βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις. Στην κορυφή συγκαταλέγονται η Νορβηγία, η Ελβετία, η Αυστρία και η Ολλανδία.
Στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, η Γερμανία έχει το υψηλότερο κατώφλι σε PPS, ακολουθούμενη από τη Γαλλία. Ισπανία και Ιταλία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, στις 1.060 μονάδες.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 16,2% του πληθυσμού της ΕΕ ήταν σε κίνδυνο φτώχειας το 2024. Τα ποσοστά κυμαίνονται από 9,5% στην Τσεχία έως 22,2% στην Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 19,6%.
Η Ευρώπη παλεύει να κρατήσει την κοινωνική συνοχή. Ενώ οι μισθοί στην ανατολική Ευρώπη ανεβαίνουν και πλησιάζουν τη δυτική (μειώνοντας την ανισότητα μεταξύ χωρών), το κόστος ζωής αυξάνει την ανισότητα μέσα στις χώρες.
