Νέα έρευνα διερεύνησε πώς ο ύπνος, τα επίπεδα οξυγόνου και η άσκηση επηρεάζουν τον εγκέφαλο, την μνήμη και τις γνωστικές ικανότητες μας.
Ο ύπνος είναι θεμελιώδης για τη διατήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Στους ενήλικες συνιστάται να κοιμούνται από 7 έως 9 ώρες κάθε βράδυ. Ωστόσο, πρόσφατες ανασκοπήσεις δείχνουν ότι το 40% του πληθυσμού παγκοσμίου δεν κοιμάται αρκετά.
Οι συνέπειες της χρόνιας στέρησης ύπνου περιλαμβάνουν καρδιαγγειακές παθήσεις, παχυσαρκία, νευροεκφυλιστικές διαταραχές και κατάθλιψη. Βραχυπρόθεσμα, η έλλειψη ύπνου μπορεί να μειώσει τη γνωστική απόδοση (CP), η οποία επηρεάζει το εύρος της προσοχής, την κρίση, την μνήμη και τη συναισθηματική σας κατάσταση.
Άσκηση μέτριας έντασης
Μια μελέτη, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, διαπίστωσε ότι η γνωστική απόδοση- και επομένως η προσοχή, η κρίση και η μνήμη- βελτιώνεται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου άσκησης μέτριας έντασης, ανεξάρτητα από την κατάσταση ύπνου ή τα επίπεδα οξυγόνου ενός ατόμου.
Ο γιατρός Joe Costello, από τη Σχολή Αθλητισμού, Υγείας και Επιστήμης της Άσκησης του Πανεπιστημίου Πόρτσμουθ (SHES), είπε ότι «γνωρίζουμε από υπάρχουσες έρευνες ότι η άσκηση βελτιώνει ή διατηρεί τη γνωστική μας απόδοση, ακόμη και όταν τα επίπεδα οξυγόνου είναι μειωμένα. Ωστόσο αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι (σ.σ. η άσκηση) βελτιώνει την γνωστική απόδοση μετά από πλήρη και μερική στέρηση ύπνου και όταν συνδυάζεται με υποξία».
«Τα ευρήματα προσθέτουν σημαντικά σε όσα γνωρίζουμε για τη σχέση μεταξύ της άσκησης και αυτών των στρεσογόνων παραγόντων και συμβάλλουν στην ενίσχυση του μηνύματος ότι η κίνηση είναι φάρμακο για το σώμα και τον εγκέφαλο», τόνισε ο γιατρός.
Τα δύο πειράματα
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Physiology and Behaviour, περιελάμβανε δύο πειράματα, το καθένα με 12 συμμετέχοντες. Το πρώτο εξέτασε τον αντίκτυπο της μερικής στέρησης ύπνου στη γνωστική απόδοση ενός ατόμου και το δεύτερο εξέτασε τον αντίκτυπο της ολικής στέρησης ύπνου και της υποξίας. Και στις δύο, όλοι οι συμμετέχοντες παρουσίασαν βελτίωση στη γνωστική απόδοση όταν είχαν κάνει ποδήλατο για 20 λεπτά.
«Επειδή θεωρούσαμε την άσκηση ως μια θετική παρέμβαση, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε ένα πρόγραμμα μέτριας έντασης όπως συνιστάται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία», πρόσθεσε ο Joe Costello.
«Αν η άσκηση ήταν μεγαλύτερη ή πιο δύσκολη, μπορεί να ενίσχυε τα αρνητικά αποτελέσματα και να είχε γίνει στρεσογόνος παράγοντας», τόνισε ο Joe Costello.
Στο πρώτο πείραμα, επιτράπηκαν μόνο 5 ώρες ύπνου κάθε βράδυ στους συμμετέχοντες σε διάστημα τριών ημερών. Κάθε πρωί οι επιστήμονες τους έδιναν επτά εργασίες για να εκτελέσουν σε ηρεμία και στη συνέχεια ενώ έκαναν ποδήλατο. Τους ζητήθηκε επίσης να αξιολογήσουν την υπνηλία και τη διάθεσή τους πριν ολοκληρώσουν τις εργασίες.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι επιπτώσεις του λίγου ύπνου επί τρία βράδια στις εκτελεστικές λειτουργίες ήταν ασυνεπείς. Η μελέτη αναφέρει ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί επειδή μερικοί άνθρωποι είναι πιο ανθεκτικοί σε μία ήπια ή μέτρια έλλειψη ύπνου. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την κατάσταση ύπνου, η μέτριας έντασης άσκηση βελτίωσε την απόδοση σε όλες τις εργασίες.
Τι εκτιμούν οι επιστήμονες
Στο δεύτερο πείραμα, οι συμμετέχοντες έμειναν μια ολόκληρη νύχτα χωρίς ύπνο και στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε ένα υποξικό περιβάλλον (χαμηλά επίπεδα οξυγόνου) στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου. Παρά τα μειωμένα επίπεδα οξυγόνου, η άσκηση συνέχισε να βελτιώνει τη γνωστική απόδοση.
Ένας από τους επιστήμονες της ερευνητικής ομάδας, ο Thomas Williams εξήγησε γιατί αποφάσισαν να εξετάσουν έναν συνδυασμό στρεσογόνων παραγόντων για τη μελέτη. «Η στέρηση ύπνου εμφανίζεται συχνά σε συνδυασμό με άλλους στρεσογόνους παράγοντες. Για παράδειγμα, άτομα που ταξιδεύουν σε μεγάλα υψόμετρα είναι επίσης πιθανό να παρουσιάσουν διαταραχή στα μοτίβα του ύπνου τους», σημείωσε ο Thomas Williams.
Και συνέχισε: «Μια πιθανή υπόθεση για το γιατί η άσκηση βελτιώνει τη γνωστική απόδοση σχετίζεται με την αύξηση της εγκεφαλικής ροής αίματος και οξυγόνωσης. Ωστόσο, τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι ακόμη και όταν η άσκηση εκτελείται σε περιβάλλον με χαμηλά επίπεδα οξυγόνου, οι συμμετέχοντες εξακολουθούσαν να είναι σε θέση να εκτελούν γνωστικές εργασίες καλύτερα από όταν ξεκουράζονται στις ίδιες συνθήκες».
Η μελέτη σημειώνει ότι η γνωστική απόδοση βελτιώνεται κατά τη διάρκεια της άσκησης (ακόμα και όταν ένα άτομο στερείται ύπνου και έχει χαμηλά επίπεδα οξυγόνου) πιθανότατα εξαιτίας των αλλαγών στην ποσότητα των ορμονών που ρυθμίζουν τον εγκέφαλο, καθώς και σε μια σειρά ψυχοφυσιολογικών παραγόντων, όπως η εγκεφαλική ροή αίματος, η διέγερση και το κίνητρο.
Έτσι αυτό υποδηλώνει ότι η γνωστική απόδοση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την περιοχή του Προμετωπιαίου Φλοιού (PFC) του εγκεφάλου, παρά το γεγονός ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση των εργασιών. «Το PFC είναι πολύ ευαίσθητο στο νευροχημικό του περιβάλλον και είναι πολύ ευαίσθητο στο στρες», εξήγησε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Juan Ignacio Badariotti από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου.
«Ρυθμίζει τις σκέψεις, τις πράξεις και τα συναισθήματά μας και θεωρείται ότι είναι το πρωταρχικό μέρος του εγκεφάλου που σχετίζεται με τις εκτελεστικές λειτουργίες. Αλλά τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι οι μηχανισμοί πίσω από την γνωστική απόδοση μπορεί να μην είναι απομονωμένοι σε αυτήν την περιοχή, και αντ’ αυτού θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι προϊόν μιας σειράς συντονισμένων διαδικασιών ευρέως κατανεμημένων σε διαφορετικές φλοιώδεις και υποφλοιώδεις περιοχές», σημείωσε ο Juan Ignacio Badariotti.
Ταυτόχρονα η μελέτη συνιστά περαιτέρω έρευνα για να αποκαλυφθούν ποιοι νευροβιολογικοί μηχανισμοί κρύβονται πίσω από τη διαδικασία της γνωστικής λειτουργίας. Αυτή η ανακάλυψη θα υποστηρίξει οποιονδήποτε έχει συχνές αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου ή χαμηλό οξυγόνο, συμπεριλαμβανομένων των ορειβατών και των σκιέρ, αλλά και των γονέων μικρών παιδιών και των εργαζομένων σε βάρδιες.
Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν επίσης ότι μόνο υγιείς, νέοι άνθρωποι συμπεριλήφθηκαν σε αυτή τη μελέτη και αρκετά άτομα αποσύρθηκαν λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Ελπίζουν να διεξαγάγουν περαιτέρω έρευνα για τη σχέση μεταξύ γνωστικής απόδοσης και στρεσογόνων παραγόντων, με ένα ευρύτερο μείγμα συμμετεχόντων.
Η μελέτη ήταν μια συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ, του Πανεπιστημίου του Τσίτσεστερ, του Πανεπιστημίου του Surrey, του Πανεπιστημίου Teesside, του Πανεπιστημίου Ηλεκτροεπικοινωνιών στο Τόκιο της Ιαπωνίας και του Κρατικού Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο στη Βραζιλία.